Εισοδος μελων
Έχουμε 405 επισκέπτες συνδεδεμένους και κανένα μέλος
H δική μου μαρτυρία για το καλοκαίρι του 1974
Της Μαρίας Στεφανή
Το βράδυ με βρίσκει να κάθομαι στο πεζούλι της εισόδου του σπιτιού μου. ‘Ενα καλοκαιρινό δροσερό αεράκι χαϊδεύει το πρόσωπό μου και ταυτοχρόνως ακούω τις ειδήσεις από την τηλεόραση του καφενείου δίπλα από το σπίτι μου. Όπως συνέβαινε τους τελευταίους μήνες, έτσι και σήμερα, εκτός από τη καύσα του καλοκαιριού είχαμε τα κακά μαντάτα για νυκτερινούς υπνοβάτες (όπως τους αποκαλούσε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος) που διοργάνωναν δολοφονίες, απαγωγές, κακοποιήσεις πολιτών, επιθέσεις, ανατινάξεις και άλλα εγκλήματα, τις ώρες που όλη η φύση κοιμόταν και το σκοτάδι σκέπαζε την ανωνυμία τους. Ένοχοι ήταν μέλη της παράνομης εγκληματικής οργάνωσης ΕΟΚΑ Β’ με αρχηγό τον στρατηγό Γεώργιο Γρίβα Διγενή και σκοπός τους ήταν η κατάλυση και ανατροπή της νόμιμης κυβέρνησης για την προώθηση της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, κάτι για το οποίο ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος τελικά διαφωνούσε.
Ενώ είμαι αναστατωμένη με την κατάσταση και βυθισμένη στις σκέψεις μου, ξαφνικά ακούω τον πατέρα να φωνάζει. “Μπράβο Μακάριε που τους τα είπες τόσο ανοικτά και ξεκάθαρα». Σε λίγο θα μάθω ότι οι σχέσεις Μακαρίου με τη Χούντα των Αθηνών πάνε από το κακό στο χειρότερο, με αποκορύφωμα της σύγκρουσης την επιστολή του προς το στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη με την οποία καταγγέλλει ορισμένες απαράδεκτες καταστάσεις και γεγονότα στην Κύπρο για τα οποία θεωρεί υπεύθυνη της Ελληνική Κυβέρνηση. Η αλήθεια είναι ότι με ανησύχυσε αυτή η επιστολή χωρίς να είμαι πολιτικός.
Ακολουθούν μερικές μέρες ανήσυχης ηρεμίας. Τη Δευτέρα 15 του Ιούλη, είναι ένα ήσυχο πρωϊνό όπως όλα τα άλλα. Παίρνω το λεωφορείο του χωριού το πρωϊ, και κατεβαίνω μαζί με τη φίλη και γειτόνισσα μου στη στάση που είναι κοντά στη δουλειά μου. Περπατούμε μαζί, μιλώντας για τις καθημερινές μας ασχολίες και τα διάφορα προβλήματά μας κατευθυνόμενες προς τη δουλειά μας. Η φίλη μου εργάζεται ακριβώς στο διπλανό κτήριο του δικού μου γραφείου.
Μπαίνω στο γραφείο αρκετά νωρίς και σε λίγο ένας ένας καταφθάνουν όλοι οι συνάδελφοι. Αρχίζει ο καθημερινός αγώνας της δουλειάς, μέχρι που ακούω μια συνάδελφο που οι γονείς της κατοικούν μαζί της πολύ κοντά στο Προεδρικό, να μιλά δυνατά στο τηλέφωνο και να το κλείνει τρέχοντας προς την έξοδο του κτηρίου. Αντηχούν στ’ αυτιά μου οι λέξεις “έγινε πραξικόπημα στο Προεδρικό και σκοτώνονται στρατιώτες”. Κυκλοφορούν σενάρια για αποχώρηση του Μακαρίου κρυφά από την πίσω πόρτα του Προεδρικού. Πραξικόπημα; Μου παίρνει κάποια δευτερόλεπτα να αντιληφθώ το νόημα. Καινούργια λέξη μπαίνει στο λεξιλόγιό μου. Ασυνήθιστα γεγονότα για την Κύπρο μας. Άραγε πώς θα εξελιχθεί; Ποιά θα είναι η τύχη του Μακαρίου; Ποιός θα ηγηθεί του κυπριακού λαού; Τι θα απογίνουμε;
Αμέσως δημιουργείται μια αναστάτωση και σε λίγο ακούονται πυροβολισμοί έξω από το κτήριο που εργάζομαι. Έρχεται ο Διευθυντής και κάνει την εξής δήλωση: “Ο Οργανισμός δεν αναλαμβάνει την ευθύνη της ασφάλειας του προσωπικού του. Γι’ αυτό εσείς θα αποφασίσετε αν θέλετε να φύγετε ή να μείνετε». Χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα στο δρόμο να τρέχω, ενώ οι πυροβολισμοί ακούονται σχεδόν δίπλα μου. Συναντώ τη φίλη μου και τρέχουμε σαν κυνηγημένες μέχρι τη στάση του λεωφορείου. Σε λίγο περνά και το λεωφορείο μας και μπαίνουμε μέσα βιαστικά. Προχωρούμε προς τον κυκλικό κόμβο του Κολοκασίδη και βρίσκουμε το δρόμο κλειστό. Το ραδιόφωνο ανακοινώνει ότι έγινε πραξικόπημα και ότι ο Μακάριος είναι νεκρός. Επίσης ότι απαγορεύεται η διακίνηση στους δρόμους και ότι οι στρατιωτικές δυνάμεις έχουν οδηγίες να πυροβολούν πάραυτα όσους δεν υπακούουν. Άλλη καινούργια λέξη μπαίνει στο λεξιλόγιό μου. Η λέξη πάραυτα. Οι πολίτες της Κύπρου δεν είναι συνηθισμένοι σε δικτατορικά καθεστώτα. Πόσο θράσος έχουν οι πραξικοπηματίες! Γιατί αυτή η συμπεριφορά! Να καταλάβουν τον κρατικό ραδιοφωνικό και τηλεοπτικό σταθμό και να σκορπούν τη βία και τον τρόμο στον αθώο και άμοιρο κυπριακό λαό. Ο οδηγός του λεωφορείου μας τρομοκρατημένος δεν κρύβει το φόβο και την έντασή του ενώ προσπαθεί να μας οδηγήσει με ασφάλεια προς το δρόμο που περνά από την ΕΛΔΥΚ, με την ελπίδα να πάμε στο χωριό μας. Δυστυχώς όμως αναγκαζόμαστε να κατεβούμε εκεί απέναντι. Είναι κάποιο εστιατότιο ή καφετηρία, όπου αποβιβάστηκε πολύς κόσμος που κατευθυνόταν σε κοντινά χωριά. Οι υπεραστικοί δρόμοι έκλεισαν και δεν ξέρουμε τί μας περιμένει. Καθόμαστε αμίλητοι, με την πίκρα και απογοήτευση ζωγραφισμένη στα πρόσωπά μας, μέσα στον καύσωνα, χωρίς φαγητό και νερό για ατέλειωτες ώρες, ελπίζοντας να μας επιτραπεί κάποτε να συνεχίσουμε τη διαδρομή μας.
Μαζί με τη λύπη και τη στενοχώρια μου είναι και ο μεγάλος πόνος για την ανακοίνωση του θανάτου του Μακαρίου. Απίστευτα και τραγικά γεγονότα συμβαίνουν σε λίγες ώρες. Ποιός θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί; Η Κύπρος είναι δική μας. Αυτή είναι η πατρίδα μας και δεν μπορούν να μας καθορίζουν την τύχη οι οποιοιδήποτε ξένοι με τις αρρωστημένες φιλοδοξίες και συμπεριφορές τους.
Οι ώρες περνούν πολύ αργά. Δεν έχω όρεξη για φαγητό. Ευτυχώς συναντώ το σύζυγό μου και παίρνω λίγο θάρρος. Κρατά μια μικρή μπουκάλα νερό και τη μοιραζόμαστε. Είναι και το σάντουϊτς που είχε στη τσάντα του που δεν πρόλαβε να προγευματίσει, αλλά το δίνει σε μια μικρή που καθόταν κοντά μας.
Κυκλοφορεί η φήμη ότι δεν θα ανοίξουν οι δρόμοι τουλάχιστον.για την ημέρα. Είμαστε απελπισμένοι και αποκαμωμένοι. Το ραδιόφωνο συνεχίζει να μεταδίδει ειδήσεις σχετικά με το πραξικόπημα, το θάνατο του Μακαρίου κλπ. Σε κάποια στιγμή ο σύζυγός μου σκύβει στο αυτί μου και μου κάνει πρόταση να περπατήσουμε σκυφτοί και κρυμμένοι κάτω από δέντρα για να πάμε μέχρι τον Άγιο Παύλο να μείνουμε το βράδυ στην αδελφή του. Χωρίς δεύτερη σκέψη σηκώνομαι πάνω και ξεκινούμε μαζί. Περπατούμε φοβισμένοι αλλά μας δίνει δύναμη η ιδέα ότι σύντομα θα έχουμε ένα πιάτο ζεστό φαγητό και νερό, μαζί με ένα κρεββάτι να ξαπλώσουμε.
Επιτέλους φθάνουμε με ασφάλεια. Ένα ζεστό καλωσόρισμα με ένα πλατύ χαμόγελο μας κάνει να ξεχάσουμε αμέσως την ταλαιπωρία μας. Τους καθησυχάζουμε ότι όλα ήταν πιο καλά από ότι μπορούσαν να φανταστούν. Η αγωνία τους όμως για το πραξικόπημα και την κατάσταση δικτατορίας δεν κρύβεται στο πρόσωπό τους. Έχουν αναμμένο το ραδιόφωνο και κρέμμονται από τις διάφορες ειδήσεις που μεταδίδονται. Σιγά σιγά πέφτει το σκοτάδι. Ο φόβος και η αβεβαιότητα για το μέλλον, ακόμη και για τη ζωή μας, χορεύουν μαζί το ταγκό του πένθους για τους σκοτωμένους και τους αγνοούμενους.
Κλείνουμε όλα τα παράθυρα και τις πόρτες και τρέχουμε στην τηλεόραση. Είναι η ώρα που αρχίζουν τα προγράμματα και πεθαίνουμε από αγωνία για τα συμβάντα. Κι’ εκεί που νομίζαμε ότι κάποιοι θα θρηνούσαν για την κατάσταση, με έκπληξη βλέπουμε να παρουσιάζουν ελληνικούς χορούς και πανηγύρια. Δεν έχουμε καμμιά όρεξη για διασκέδαση και προχωρούμε αργά και διστακτικά να πάμε για ξεκούραση. Η ζέστη κι η υγρασία μαζί με την λύπη και την πίκρα δεν μας αφήνουν να κοιμηθούμε. Σε μια στιγμή ακούω τη γειτόνισσα στο διπλανό σπίτι να κτυπάει το παραθυρόφυλο και να μας ανακοινώνει με χαμηλή φωνή ότι ο Μακάριος είναι ζωντανός. Τον άκουσε να μιλά στον κυπριακό λαό από ένα πρόχειρο ερασιτεχνικό πομπό στην Πάφο. ….. “Ελληνικέ Κυπριακέ λαέ. Γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις. Είμαι ο Μακάριος που εσύ επέλεξες.....».
Μια μεγάλη χαρά μας πλημμυρίζει μαζί με ένα αίσθημα αγωνιστικότητας και ασφάλειας. Ζωντανός ο Μακάριος και όλα θα γίνουν ξανά όπως πριν. Μια απέραντη ηρεμία με χαλαρώνει και σε λίγο με παίρνει ο ύπνος μέχρι το πρωϊ.
Συνεχίζεται.......