Εισοδος μελων
Έχουμε 314 επισκέπτες συνδεδεμένους και κανένα μέλος
ΜΑΝΑ ΛΒΕΝΤΟΜΑΝΑ ΑΓΡΟΤΙΣΣΑ. Μερος 2ο
Του Ανδρέα Φραντζιά
Σαν δεν υπάρχει το ζύμωμα, σταματημό δεν έχουν οι άλλες δουλειές. Τα ξύλα για το φούρνο, για τη νηστιά όπου ψήνεται το φαγητό, για το τζάκι του χειμώνα, πρέπει κουβαληθούν από το μακρινό δάσος. Η μάνα αφήνει το παιδί στο σπίτι ή στη γιαγιά, σαμαρώνει το μουλάρι και με την αντρίκια δύναμη της, με το τσεκούρι, κόβει τα ξερόκλαδα και τις σχινιές, τα φορτώνει κι επιστρέφει όσο γρήγορα μπορεί.
Για το πλύσιμο των ρούχων, μια κι άφθονο νερό απαιτείται, δυο κοφίνια γεμάτα ρούχα παίρνουν το δρόμο για την παλιάβρυση, ή κοντά σε κανένα άλλο ποτάμι που κράτησε το νερό του γιατί υπήρξε καλοχρονιά. Καβάλα με το παιδί στο σαματωμένο γαϊδουράκι. Η στάχτη που περίσσεψε από το φούρνισμα, γίνεται το θαυμάσιο μέσο για πεντακάθαρο μεταξένιο πλύσιμο.
Σαν έρθει το καλοκαίρι, με τις μεγάλες μέρες, ο φόρτος της δουλειάς γίνεται ακόμη πιο ασήκωτος.
Αφού το λάλημα του πετεινού σε βρίσκει στο πόδι για καινούργιο κάματο, αγώνα μα κι ελπίδα, να ετοιμάζεις το φαγητό για όλη την ημέρα, για όλη την οικογένεια κι αν δεν έχεις που ν’ αφήσεις το παιδί, αγουροξυπνημένο το παίρνεις αβίαστα μαζί σου. Προτού χαράξει το φως βρίσκεσαι στους κάμπους. Βάζοντας το ξεθωριασμένο σου φόρεμα και με το μαντήλι ζωσμένο στο πρόσωπο μπας και το προστατεύσεις από τον καυτό ήλιο. Με το δρεπάνι να θερίζεις, μαζί με όλη την οικογένεια παρέα, το κριθάρι και το σιτάρι, να δεματιάζεις κάτω από το λιοπύρι που σκάβει ρυτίδες στο πρόσωπο σου και το γερνά πριν την ώρα του. Το παιδί κάτω από το πιο κοντινό δέντρο αγόγγιστα σαν δεν έχανε από τα μάτια τη μανούλα, να πιπιλά ένα κομμάτι ψωμί και να παίζει με τους σβόλους τριγύρω του. Η ατάραχη σου έκφραση που μόνο σιγουριά προσφέρει, το χαμόγελο κι η στοργή που δε σε απόλειπαν σαν κοιτούσες το παιδί κι ένα άγγιγμα του χεριού σου με τη σκληρή του τρυφερότητα, γίνονταν το βάλσαμο στο παιδί, μέχρι να ξαναβογγίξει σαν σε έχανε από τη ματιά του.
Κόντρα στην νύστα και στον κάματο, αντηχεί το τραγούδι στα χείλη σου, που μόνο καλοσύνη ανέδιδαν σαν γελούσαν, σκορπώντας κέφι κι όρεξη για δουλειά. Μάνα εσύ, μάνα κι η γής. Να της δίνεις τον κόπο, τον ιδρώτα και το μόχθο σου και να παίρνεις απ’ αυτήν βιός για σένα και τα παιδιά σου. Ναι, γιατί έτσι είναι οι μάνες, ξέρουν ότι πρέπει να δώσουν κι ας μην πάρουν.
Και σαν η σκιά των δυο βράχων, που αιώνες στέκονται ακίνητοι φρουροί, πρόσωπο με πρόσωπο στην κορφή του Πενταδάχτυλου, χάνεται, η ώρα είναι ακριβώς 12 μεσημέρι. Είναι η στιγμή για λίγο φαγητό-συνήθως πουργούρι με ντομάτα, κρεμμύδι κι ελιές, δρόσισμα με το νερό της στάμνας και δυο ανάσες σα γέρνει το κορμί για λίγο κάτω από το δέντρο, έστω κι αν στρώμα είναι οι σβώλοι και οι αποκαλάμες. Έστω κι αν ο ζεστός αέρας δέρνει το πρόσωπο.
Σαν σιμώνει το σούρουπο, τα δεμάτια να φορτώνονται στο γαϊδούρι, για μεταφορά στο αλώνι κι επιστροφή στο σπίτι. Ταυτόχρονα και η επιστροφή του βοσκού με το κοπάδι.
Λίγο νερό στο ψημένο από τον ήλιο πρόσωπο και σταματημό δεν έχεις. Ακούραστη μα και πάντα πρόθυμη. Άλλες δουλειές προσμένουνε μέχρι το προσκέφαλο να γέρνεις στην τάβλα, δίπλα στον αγαπημένο σου. Έναν αγαπημένο που πάντα σέβεσαι, όχι μόνο για να παραδειγματίζεις το παιδί αλλά και γιατί αυτό νιώθεις.
Με το τέλειωμα του θέρους, έρχεται το ξερίζωμα του ροβιού, του βίκου, των κουκιών. Μαύρα χαράματα, πρέπει να βρίσκεσαι στον κάμπο γιατί μόνο με τη νοτιά μπορείς να τα ξεριζώσεις. Πλούσια τροφή για τα πρόβατα και την οικογένεια. Ξανά και πάλι στο αλώνι. Σαν ξηραθούν καλά, τα ζευγμένα βόδια, σέρνοντας τη βουκάνη με τις μυτερές τις πέτρες (τσακμακόπετρες) και με τα παιδιά πάνω της για απόβαρο να χαριεντίζονται και να διασκεδάζουν, αγόγγυστα τη σέρνουν γύρω-τριγύρω, μέχρι το σιτάρι, το κριθάρι, τα κουκιά κι όλα τ’ άλλα, να σπάσουν και να βγουν από το περίβλημα. Τότε με το φερνάτζιη, πατέρας, παππούς μα κι εσύ μάνα, ν’ ανεμίζετε σα φυσάει το δροσερό αεράκι από το δάσος της Μύρτου, με τα φλούδια να φεύγουν πιο μακριά και να ξεχωρίζει ο ευλογημένος σπόρος.
Τα σακιά γεμίζουν χώρια με το σπόρο και χώρια τ’ άχυρα. Οι σπόροι θα φυλαχτούν στην αποθήκη, τ’ άχυρα θα φορτωθούν στους ώμους για να ανεβούν στο δώμα από την ξύλινη σκάλα. Εκεί θα αδιαστούν μέσα από μια τρύπα στον αχυρώνα για τις ανάγκες των ζώων κατά τις δύσκολες μέρες του χειμώνα. Και σύ μάνα, νάχεις την έγνοια του παιδιού, γιατί σαν κατεβαίνει από την τρύπα να πατήσει και να σκορπίσει τ’ άχυρα σε κάθε γωνιά του αχυρώνα, φοβάσαι μη και χωθεί μέσα στ’ άχυρα κι ο φόβος σε πλακώνει.