Get Adobe Flash player

 

facebooktree-button

forum-buttonnews-buttonpharmacy-button-newweather-button-newairplaneold

 

Εισοδος μελων

Η ιστοσελίδα asomatos.eu μαζεύει προσωπικά δεδομένα όπως παρουσιάζονται στο σύνδεσμο Register τα οποία επιτρέπουν στα μέλη της να αποκτήσουν πρόσβαση στο περιεχόμενο μελών μόνο. Μπορείτε να ζητήσετε διαγραφή των προσωπικών σας δεδομένων αποστέλλοντας email στο info@asomatos.eu.            | 

Έχουμε 125 επισκέπτες συνδεδεμένους και κανένα μέλος

H δική μου μαρτυρία για το καλοκαίρι του 1974 (μέρος 5)

Αξιολόγηση Χρήστη:  / 1

H δική μου μαρτυρία για το καλοκαίρι του 1974 (μέρος 5)

 

 Της Μαρίας Στεφανή

 

Με βαριά καρδιά αφήνω το χρόνο να περνά παρακολουθώντας παθητικά τις εξελίξεις.  Δεν μπορώ να ονειρευτώ ξανά μέρες όμορφες και ήρεμη ζωή.  Ξαφνικά βρεθήκαμε όλοι να κολυμπούμε στα βαθιά χωρίς καν να ξέρουμε κολύμπι.  Αυτό που χρειάζεται είναι να μαζέψουμε όλες μας τις δυνάμεις και να παλέψουμε με τα κύματα και τον άνεμο.  Διαφορετικά είμαστε χαμένοι και τίποτα δεν μας σώζει.

 

Καθημερινά ακούμε ιστορίες για πρόσφυγες από τις κατεχόμενες περιοχές μας που δεν έχουν στέγη, ρούχα, παπούτσια και φαγητό.  Κάποιοι κατέφυγαν σε φίλους και συγγενείς    για φιλοξενία.  Επειδή νομίζουν ότι η ταλαιπωρία τους είναι για λίγες μέρες και θα επιστρέψουν στα σπίτια τους, όλα φαίνονται πιο εύκολα και οι λύσεις στα προβλήματα τελείως προσωρινές.  Από τα χωριά μας που βρίσκονται βορείως του Πενταδακτύλου όλοι έφυγαν και ζήτησαν καταφύγιο νοτιότερα. Παραξενεύομαι που δεν ήρθε κανένας στο χωριό μας να ζητήσει οποιαδήποτε βοήθεια.  Στο λεωφορείο συναντώ μια κοπέλα από τον Καραβά που φιλοξενείται στη Μύρτου και μου εξιστορεί τα καθημερινά της προβλήματα.  Δεν μπορώ να δεχθώ την αδικία.  Συμμερίζομαι τον πόνο της χωρίς ωστόσο να γνωρίζω ότι πολύ σύντομα θα έρθει και η δική μου η σειρά.

 

Η οπισθοχώρηση της Εθνικής Φρουράς από τις γραμμές αντιπαράταξης είναι καθημερινό φαινόμενο.  Είναι πολύ φυσικό να μην αντέξουν οι στρατιώτες μας περισσότερο από     λίγες μέρες, λόγω του άνισου αγώνα που διεξάγεται.  Κανείς δεν έρχεται να βοηθήσει τη δική μας  πλευρά που έχει να αντιμετωπίσει μια τεράστια δύναμη που υποστηρίζεται από την Αγγλία και την Αμερική.  Το να πεθάνει κανείς για την πατρίδα δεν έχει τώρα το νόημα του υψηλού φρονήματος.  Μοιάζει κάτι σαν τρέλλα και σαν βλακεία, τη στιγμή που είναι όλα προδωμένα.

 

Η Κυβέρνηση μας ζητά υποστήριξη από τα Ηνωνένα ΄Εθνη και πανηγυρίζει για τα ψηφίσματα εναντίον της Τουρκίας.  Με παρηγορεί το γεγονός ότι ακόμη και η ίδια η Τουρκία ψηφίζει τερματισμό των εχθροπραξιών και απόσυρση των στρατευμάτων της.  Πού να φανταστώ ότι όλα αυτά τα κάνει για να ρίξει στάχτη στα μάτια όλων των χωρών μελών και ταυτόχρονα να συνεχίσει την επεκτατική πολιτική της.  Ο προεδρεύων της Δημοκρατίας Γλαύκος Κληρίδης δέχεται προτάσεις για λύση καντονίων.  Κατά τις νυκτερινές ώρες όμως, εκεί που η Τουρκία αντιλαμβάνεται ότι δεν ικανοποιούνται τα σχέδια της, αποφασίζει τον τερματισμό της εκεχειρίας και τη συνέχιση των βομβαρδισμών.

 

Κι' εκεί που το μυαλό του ανθρώπου πάει να σπάσει γυρεύοντας λυτρωμό από όλες αυτές τις περιπέτειες, το πρωϊνό της 14ης Αυγούστου ξανάρχονται τα βομβαρδιστικά και βομβαρδίζουν ακόμη και τον άμαχο πληθυσμό.  Ξαναζούμε τον ίδιο εφιάλτη σε χειρότερο βαθμό.  Τώρα έχουμε τη σκληρή εμπειρία του πολέμου.  Πρωϊ, πρωϊ, κλαίοντας, κρύβομαι στο διάδρομο του σπιτιού μας για προστασία.  Βλέπω τα αεροπλάνα που βομβαρδίζουν τον Προφήτη Ηλία και αντιλαμβάνομαι ότι εκεί υπήρχε  ελληνοκυπριακός στρατός.  Το κακό συνεχίζεται μέχρι το μεσημέρι.  Το απόγευμα πηγαίνω στο κέντρο του χωριού όπου ακούω φρικιαστικές περιγραφές για λουτρό αίματος  και προέλαση του Τουρκικού στρατού σε μικρή απόσταση από το χωριό μας. 

 

Επικρατεί ένα βαρύ κλίμα εκτός από τη ζέστη και την υγρασία.  Όλοι στο χωριό προβληματίζονται για την τύχη τους και μερικοί τυχεροί που έχουν δικά τους οχήματα, βάζουν με την ησυχία τους τα απαραίτητα εφόδια γι' αυτούς και τα παιδιά τους και ξεκινούν για το Τρόοδος και τη Λεμεσό.  Ταυτόχρονα ακούω μερικούς συγχωριανούς μου να πλάθουν διάφορα σενάρια για τη σωτηρία μας χωρίς να εγκαταλείψουμε τα σπίτια μας.  Κάποιοι λένε ότι οι Τούρκοι ξέρουν ότι είμαστε Μαρωνίτες και δεν έχουμε εμπλακεί στις ελληνοτουρκικές διαφορές και γι' αυτό δεν θα μας πειράξουν.  Άλλοι λένε ότι πρέπει να βγει κάποιος να στήσει πάνω στο καμπαναριό μια άσπρη σημαία με ένα σεντόνι.  Έτσι θα καταλάβουν ότι παραδινόμαστε ειρηνικά.  Όλα αυτά φαντάζουν σαν  παιδικά όνειρα.  Κανένας δεν μπορεί να μας εξασφαλίσει ότι τίποτε δεν θα πάει λάθος με τους κατακτητές.  ΄Εχουμε ακούσει τόσες φρικτές ιστορίες που κανένας δεν μας πείθει ότι είναι τόσο απλά τα πράγματα. Ποτέ δεν περίμενα ότι θα ζούσα αυτή τη στιγμή της προέλασης του εχθρού μέσα στο χωριό μου και τρέμω μόνο στη σκέψη ότι είμαστε τόσο κοντά.

 

Από την άλλη οι ανησυχίες μας κορυφώνονται πώς θα σώσουμε τα πολύτιμα μας αντικείμενα όπως τα κοσμήματά και τα ασημικά μας.  Μερικοί σκέφτονται να σκάψουν κρυψώνες μέσα στην αυλή τους και να τα θάψουν εκεί.  Όμως τι γίνεται σε περίπτωση που δεν επιστρέψουμε σύντομα στα σπίτια μας και οι κατακτητές σκάψουν το χώμα για οποιοδήποτε λόγο.  Το καλύτερο θα ήταν αν τα μεταφέραμε μαζί μας όπου και να πάμε.  Αλλά αν φύγουμε με τα λεωφορεία δεν υπάρχει χώρος για τέτοια πράγματα.  Μερικοί το αποφάσισαν ότι θα εγκαταλείψουμε τα σπίτια μας και ετοίμασαν ταξιδιωτικές βαλίτσες με τα απαραίτητα.  Για μένα ήταν αδύνατο, διότι δεν είχα στο καινούριο μου σπίτι τέτοια βαλίτσα.  Το βράδυ όλες αυτές οι σκέψεις τριγύριζαν στο μυαλό μου και δεν με άφησαν να κοιμηθώ. 

 

Ξύπνησα με πονοκέφαλο και ετοιμάστηκα για τη λειτουργία.  Είναι η μεγάλη γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου σήμερα και πήγα στην εκκλησία να παρακαλέσω για τη σωτηρία μας.  Εκεί πολλά πρόσωπα προσεύχονται με βουρκωμένα μάτια, γνωρίζοντας ότι πολύ λίγος χρόνος μας μένει να ζήσουμε στο αγαπημένο μας χωριό.  Βγαίνοντας από την εκκλησία είδα ακόμη δυο-τρία ιδιωτικά αυτοκίνητα με συγχωριανούς μου, πρόσφυγες, να μας αποχαιρετούν. Ούτε τη λέξη πρόσφυγες δεν μπορούσα να δεχτώ διότι δεν πίστευα ότι θα φτάναμε σ' αυτό το σημείο.  Στο μυαλό μου πάντα έχω την αίσθηση ότι η απουσία μας από το χωριό θα διαρκέσει μόνο μερικές μέρες.

 

Με έκπληξη βλέπω ότι φεύγει κι ο ιερέας του χωριού μαζί με κάποιο συγγενικό του ιδιωτικό αυτοκίνητο.  Πόση πίκρα, πόσος πόνος, πόση απαγοήτευση και απελπισία!   Τίποτε δεν μας σώζει!  Φοβάμαι να επιστρέψω για πολλή ώρα στο σπίτι μου που βρίσκεται στην άκρη του χωριού.  Πηγαίνω βιαστικά να αλλάξω τα ψηλοτάκουνα παπούτσια μου με καλοκαιρινά σαντάλια, να πάρω μια μικρή τσάντα με τα χρυσαφικά μου και ένα μικρό ραδιόφωνο για να ακούω τις ειδήσεις.  Επιστρέφω σε λίγο στο πατρικό μου και σε μερικές ώρες αρχίζουν οι πυροβολισμοί μέσα στο χωριό από κοντινή απόσταση, ενώ τα αεροπλάνα ακούονται γύρω του.  Βλέπω μερικές φωτιές σε κοντινά χωράφια.  Επικρατεί ανάμεσά μας μια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα και αναβρασμός. Τρομοκρατημένοι όλοι τρέχουμε γρήγορα σε κάποιο υπόστεγο στην άκρη του χωριού όπου οι πυροβολισμοί συνεχίζονται.  Μερικές γυναίκες και κάποια παιδιά κλαίνε ενώ άλλοι προσπαθούν να τους παρηγορήσουν ενόσω συνεχίζονται σποραδικοί  πυροβολισμοί.

 

Σε λίγο σουρουπώνει και βγαίνουμε όλοι από τις κρυψώνες μας.  Μαζευόμαστε στο κέντρο του χωριού και μπαίνουμε στα γρήγορα μέσα σε δύο λεωφορεία.  Περιμένουμε αρκετή ώρα κάποιους που κουβαλούν μαζί τους, εκτός από τα παιδιά τους, ρούχα και κουβέρτες.  Εμείς δεν είχαμε την ευκαιρία να πάρουμε τίποτε.  Ούτε ένα κομμάτι ρούχο ή ψωμί, διότι δεν μπορέσαμε να ξαναπεράσουμε από το σπίτι μας.  Περιμένουμε απελπισμένοι να ξεκινήσουν τα λεωφορεία και φεύγοντας γυρίζω το κεφάλι και βλέπω τα σπίτια μας να απομακρύνονται μαζί με τις ελπίδες και τα όνειρά μου για το μέλλον.

 

Αντίο χωριό μου!  Εδώ θάβεται όλη η παιδική μου ζωή, με τους συγγενείς και φίλους μου μαζεμένους.  Εδώ σβήνουν οι χαρές της ξένοιαστης ζωής. Εδώ πέφτει η σκυτάλη που μας παράδωσαν οι πρόγονοι μας για να συνεχίσουμε τον αγώνα επιβίωσης μαζί με τα ήθη και τα έθιμα στο χωριό.  Εδώ κόβονται οι ρίζες των οικογενειών για να σκορπιστούν όπου μας πάρει ο άνεμος. Εδώ χάνεται η περιουσία που αποκτήσαμε με τους κόπους, τις στερήσεις και τον ιδρώτα των γονιών και των παππούδων μας  Και το χειρότερο, τα λεωφορεία δεν χώρεσαν όλους τους χωριανούς!  Έμειναν πολλοί και μεταξύ αυτών ο πατέρας μου, τα πεθερικά μου, οι θείοι μου και πολλοί άλλοι συγγενείς.  Φεύγω με βουρκωμένα τα μάτια και με την ψυχή μου μαυρισμένη.  Προχωρούμε προς το νότο.  Να πάμε πού;  Μήπως ξέρει κανείς να μου απαντήσει;

 

 

Συνεχίζεται .......................