Εισοδος μελων
Έχουμε 356 επισκέπτες συνδεδεμένους και κανένα μέλος
‘‘ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΑ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΚΥΛΛΟΥΡΑΣ’’
«ΚΑΤΑΣΥΓΚΙΝΗΘΗΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ»
Με πολύ δύναμη ψυχής και πόνο στην καρδιά θα προσπαθήσω να καταθέσω τις δικές μου προσωπικές και πρωτόγνωρες εμπειρίες που έζησα μετά από 39 χρόνια στην κατεχομένη γενέτειρα μου και χώμα που γεννήθηκα, Αγία Μαρίνα.
Ασχέτως ότι πολύ λίγα σπίτια απέμειναν στην κατεχόμενη γενέτειρα μου Αγιά Μαρίνα, «πατώντας την», έσφιξα την καρδιά μου, και για πρώτη φορά από την τουρκική κατοχή της πατρώας μας γης, ένιωσα κατά τριάντα εννέα χρόνια νεότερος και ότι μπήκα και πάτησα στο χωριό των πολυτάλαντων Μαρινιωτών, στο χωριό τον προγόνων μας, στο χωριό που γεννήθηκα. Ένοιωσα ότι πάτησα το χώμα που με γέννησε , που μ’ανάγιωσε,’ που μ’έμαθε τα πρώτα μου γράμματα με τους δασκάλους μου Ιωσήφ Τουμάζου, Αντώνη Μελά, Αντώνη Μαρίνο, Λετίτσια Καρλέττη και τον διευθυντή μου, αείμνηστο Μιχάλη Καλακουτή. Γεννήθηκα σ’αυτό το χωριό όπου άκουσα και διδάχτηκα την πλούσια λαϊκή μας παράδοση από τους γονείς μου, γεννήθηκα σ’αυτό το χωριό που ο αέρας του και το γλυκό του νερό μου έδωσαν δυνάμεις να εκπροσωπήσω και να τιμήσω την κοινότητα Μαρωνιτών Κύπρου, την επαρχία Μόρφου και Κερύνειας, στους παγκύπριους αγώνες στίβου στην όμορφη Αμμόχωστο και στο ΓΣΕ το 1971, συνοδευόμενος από τον δάσκαλο μου Αντώνη Μαρίνο.
Η συγκίνηση και το ρίγος για μένα άρχισε από την ώρα που ξεκίνησα από την πρωτεύουσα με την οικογένεια μου γύρω στις 4.00μμ, ακούγοντας το πρόγραμμα από το κρατικό ραδιόφωνο, ‘’μουσικές αναζητήσεις’’ με την καταξιωμένη μουσικολόγο-παραγωγό κα Λυγία Κωνσταντινίδου, το οποίο ήταν ειδικά αφιερωμένο για την Αγιά Μαρίνα και την μουσική μας λαϊκή παράδοση. Ένα πραγματικά συγκινητικό πρόγραμμα το οποίο «εγκλιμάτισε» και προετοίμασε τους Μαρινιώτες κατά την διαδρομή τους και τους έκανε να νοιώσουν έντονο το χθες. Φθάνοντας στην πύλη που ανακόπτει την είσοδο μας για την Αγιά Μαρίνα και μετά από έλεγχο από τις τουρκικές κατοχικές δυνάμεις, μπήκα σε λεωφορείο για να με μεταφέρει εντός του σκλαβωμένου χωριού μου. Η δεύτερη αφόρητη συγκίνηση που ένοιωσα ήταν, όταν οι κόρες μου και αρκετοί συνταξιδιώτες μου στο λεωφορείο και ειδικά μια υπερήφανη κοπέλα για την καταγωγή της, με τ’όνομα Λετίτσια Σολωμή (κόρη του πρώην λοχία της αστυνομίας, Χαννή Σολωμή) μου ζητούσαν επίμονα να τους κάνω τον ξεναγώ (μέσα στο ίδιο τους το χωριό), κάτι στο οποίο ανταποκρίθηκα με θέρμη αλλά με πόνο και απογοήτευση που γέμιζαν βαθιά τα σπλάχνα μου και δεν πίστευα πραγματικά σε εκείνο που έκανα.
Περπατώντας μέσα στο δροσερό, ξακουστό και ‘’παραδοσιακό αερούι της Αγιάς Μαρίνας’’, βρέθηκα σε μια κατάμεστη από κόσμο εκκλησία περνώντας από το ασφυκτικά γεμάτο προαύλιο της Μεγαλόχαρης. Κάτω από μια πραγματικά ‘’αρχιεπισκοπική λειτουργία’’ από τον Μακαριότατο και μέσα από τους αγγελικούς παραδοσιακούς μας ψαλμούς από τους μαρινιώτες ψαλτάδες και το ιερατείο, άρχισα να ταξιδεύω στα παλιά και να νοιώθω τριάντα εννέα χρόνια νεότερος. Βλέποντας γύρω μου τους ποιο παλιούς Ηλία Καμηλάρη, Ιωάννη Καμηλάρη, Ελένη Χατζηχάνα (αιωνόβια Σίσενα), Μαρή Εμμανουήλ, Βικτώρια Κυτέου, Αντρίκο και Μαρίνα Ηλία, Βραχίμη και Πεππού Χατζηχάνα, Μανώλη και Βικτωρία ΧατζηΙωσήφ, Βασιλού ΧατζηΙωσήφ (αιωνόβια), Μαρή ΧατζηΙωσήφ, Αντώνη και Φιλισού Μελά, Γιώργο και Γιανούλλα Τανούση, Αντρέα και Μαριάννα Παρτέλα, Ελένη Χατζηχάνα, Γιανούλλα Χριστοφή, Λίζα Φράγκου, Ελένη ΧατζηΙωσήφ, Λέλλα Αθανασίου, Ελένη Τζιάναρου, Μαρή Χατζηχάνα, Σόλωμο Αγαπίου και πολλούς- μα πολλούς άλλους, αντλούσα δύναμη αλλά και ενίσχυαν πραγματικά την ύπαρξη μου στα αγία χώματα της Αγιάς Μαρίνας μας, όπου και με έκαναν να νοιώθω περισσότερο ότι η Αγιά Μαρίνα μας, ζει και είναι εκεί. Η παρουσία της «πλούσιας» νεολαίας μας, με άφησε άφωνο και άναυδο αλλά ακόμα περισσότερο και τα αμέτρητα μικρά παιδιά, που έτρεχαν δεξιά και αριστερά ανέμελα και γεμάτα δύναμη, ενέργεια και υπερηφάνεια που βρισκόταν στο χωριό των γονέων τους, των παππούδων τους και των προγόνων τους, στο χωριό που μόνο μέσα από τα τραγούδια και τις εξιστορήσεις τον γονέων, των γιαγιάδων και παππούδων τους, γνώριζαν μέχρι εκείνη την στιγμή για το χωριό τους. Βρισκόμουν σε μια ατμόσφαιρα γεμάτη συγκινήσεις με ανάμικτα αισθήματα, άλλοι σιωπηλοί, άλλοι σκυφτοί, άλλοι παραπονεμένοι, άλλοι αμήχανοι, άλλοι δακρυσμένοι και κάποιοι άλλοι σκεφτόταν και ταξίδευαν σίγουρα στο όμορφο ‘‘Μαρινιώτικο εκείνο χθες’’.
Η παρουσία της εικόνας της Αγίας Μαρίνας για πρώτη φορά από το 1974, κατασυγκίνησε τους πάντες και ειδικά τους παλαιότερους, οι οποίοι την ασπαζόταν πραγματικά χωρίς «να την χορταίνουν». (Εδώ μου δίνεται η ευκαιρία να συγχαρώ θερμά τον υιό του δωρητή της εικόνας, Γιαννάκη Εμμανουήλ για την προσπάθεια του στο να επικρατήσει τόσο εντός και όσο και εκτός της εκκλησιάς, τάξη, ησυχία και μεγαλοπρέπεια και ο οποίος μου θύμισε τον αείμνηστο πατέρα του που έπραττε ακριβώς το ίδιο πράγμα κάθε Κυριακή στην εκκλησία. Τον Σσιάρπελ ΧατζηΙωσήφ, την κοινοτική αρχή, το εκκλησιαστικό συμβούλιο, το σωμάτιο και όλα τα οργανωμένα σύνολα της Αγίας Μαρίνας οι οποίοι έδειξαν ακόμα μια φορά ότι ενωμένοι μπορούν να κάνουμε πολλά).
Ρίγη έντονης συγκίνησης επικρατούσε στους εκατοντάδες παρευρισκομένους κατά την ώρα εξόδου από την καινούργια εκκλησία και με προορισμό την παλιά, αφού κανείς δεν πίστευε ότι προχωρούσαμε προς το κέντρο του χωριού για πρώτη φορά, μετά από τόσες δεκαετίες. Η πελώρια εικόνα της Μεγαλόχαρης «άνοιγε τον δρόμο» στον Ηγέτη της Μαρωνίτικης εκκλησίας Κύπρου, στο ιερατείο, στους ψαλτάδες, στην μεγάλη εκείνη και πρωτόγνωρη πομπή, όπου και εγώ μαζί τους, συνόδευα με το βιολί τους όμορφους παραδοσιακούς μας ψαλμούς. Έκανα κάτι που δεν πίστευα στα μάτια μου και ότι περνούσα έξω από το σπίτι που γεννήθηκα μετά από τόσα χρόνια. Σε λίγα λεπτά φθάνουμε στο προαύλιο της πολύ παλιάς μας εκκλησίας, όπου καλωσορίζοντας την εικόνα στο προαύλιο ο Αρχιεπίσκοπος, μπήκαμε στο εσωτερικό τις εκκλησίας, η οποία ήταν εντελώς άδεια και ‘’χωρίς λάδι τζαί μανάλλι’’, όπως λέει και το τραγούδι’’. Μέσα και έξω ήταν όλα ασφυχτικά γεμάτα και οι ποιο παλιοί κοίταζαν συγκρατημένοι, σκεφτικοί αλλά και με πολύ αμηχανία γύρω τους, να δουν αν υπήρχε κάποιο σημάδι που να τους θύμιζε τα παλιά… Μάταια όμως. Τίποτα στους τοίχους, τίποτα στο ιερό, τίποτα κάτω, τίποτα πάνω, τίποτα μπροστά και τίποτα πίσω. Χωρίς ξυμολογιτήρι, χωρίς ψαλτήρι, χωρίς κερί, χωρίς λαδί, χωρίς θυμιατόν… Εν συνεχεία ακολούθησε μια σύντομη προσευχή με όμορφους παραδοσιακούς ψαλμούς, χωρίς ο κόσμος ακόμα να πιστέψει ότι βρισκόταν μετά από τριάντα εννέα ολόκληρα χρονιά μέσα στην αυθεντική εκκλησία τους, μαζί με την γνήσια εικόνα ΄(της καινούργιας εκκλησίας) η οποία είναι το μοναδικό εκκλησιαστικό εικόνισμα που έχει το χωριό και θυμίζει Αγία Μαρίνα. Για μένα ήταν ακόμα περισσότερο συγκινητικές οι στιγμές αφού στον ίδιο τόπο που στεκόμουν και συνόδευα στους ψαλμούς με το βιολί, κάποτε στεκόμουν και κρατούσα τον ΄΄θυμιατόν και τον λίβανο΄΄, του πάτερ Αντρέα και του πάτερ Ιγνάτιου. Έπαιζα το βιολί και ταυτόχρονα κοίταζα γύρω μου να δω κάτι που ήξερα, κοίταζα να δω τα ψαλτήρια με τους Ιωσήφ Σολωμού (κιολάρη) να παίζει τα ‘’τάσσια’’, τον Ιωάννη Παύλου (Τσακκαριά), τον Αντρέα Μουτήρη, κοίταζα να δω τον πάτερ Αντρέα Φράγκο, τον πάτερ Ιγνάτιο, κοίταζα να δω χωριανούς που χρόνια και χρόνια είχα να τους δω, αλλά περισσότερο κοίταζα να δω σε συγκεκριμένη θέση όπου έβαζαν τα παραδοσιακά ‘’μαρινιώτικα κουλούρια’’ (αντίερο), μήπως και είναι εκεί, για να πάω ‘’κλεφτάτα’’ και να πιάσω ένα-δυο, να πάω στην αυλή να τα απολαύσω κα να επιστρέψω πίσω στα καθήκοντα μου…
Το αποκορύφωμα της συγκίνησης έγινε στο προαύλιο της εκκλησίας, με τους πιστούς να κατακλύζουν τον εξωτερικό χώρο, «τα υψώματα και τα χαμηλώματα», (όπου η εικόνα εκείνη μου θύμισε πραγματικά το θαύμα του παράλυτου από τον Ιησού και τον κόσμο που ήταν ανεβασμένος ακόμα και στα δέντρα) και εκεί ακούστηκε για πρώτη φορά από το 1974 η πατροπαράδοτη ‘’Μαρινιωτού’’ μέσα στις δικές της ρίζες, μέσα στην καρδιά του αδικημένου χωριού μου, από τον Σόλωμο Αγαπίου (Γλυκοφωνάρη) και από τον γραφέα και η οποία ήταν αφιερωμένη στην εικόνα της Αγίας Μαρίνας (σαν καλωσόρισμα) και στην οικ. του δωρητή της, αείμνηστου Πέτρου Εμμανουήλ, στον Μακαριότατο και φυσικά στους εκατοντάδες Μαρινιώτες και όχι μόνο. Εν συνεχεία πήραμε ‘’το κατήφορο που του Τσιακκαριά’’ (όπως το έλεγαν) και παίζοντας τον ΄΄καλοσοριστό΄΄ σ’ένα ‘remix’ με την ‘΄Μαρινιωτου΄΄ και για χάρη της Αγίας εικόνας της Αγίας Μαρίνας, προχωρούσαμε προς την κάτω εκκλησία (ζωντανεύοντας έτσι οι μνήμες τους παλαιότερους) και προς την έξοδο του χωριού, περνώντας από «τα σπίτια» του Αντώνη Χριστοφή-Λέλλου (μεγάλη συγκίνηση προκάλεσε η Μαρίτσα Χριστοφή και πολλοί άλλοι φωνάζοντας με πονο, ότι, «εδώ ήταν το σπίτια μας…»), Πρασσίμη και Πάγιας Κυριάκου, Αντώνη και Βαρβαρούς Τζυρκαλλή, Ηλία και Ελένης Μουτήρη, Αντώνη και Ελένης Μουτήρη, όπου αρκετοί χωριανοί μέσα από ανάμικτα αισθήματα χόρευαν, με πρωταγωνίστρια την κόρη (Ελένη Μαρίνου) της ξακουστής χορεύτριας ‘’του καλοσοριστου’’ Σσιακιρούς Ταννούση. Στην όμορφη και γλυκιά εκείνη ιστορική διαδρομή μέσα από τα σοκάκια της Αγιάς Μαρίνας, ο γνωστός Μαρινιώτης ιεροψάλτης Αντρέας Παρτέλλας δεν άντεξε φαίνεται (θυμίζοντας του όλα εκείνα τα παλιά καλά χρόνια) και συγκινημένος απέδωσε ένα ‘’πεστρέφιν’’ της περιβόητης ‘’φωνής της γενέτειρας του’’, ‘’Μαρινιωτούς’’, σιγοψιθυρίζοντας μου στο αυτί « ένι φκαίνει η ευλοημένη» (και σίγουρα λόγω συγκίνησης).
Περνώντας όμως από το πατρικό μου, η συγκίνηση για μένα, τον πατέρα μου αλλά και για τα αδέρφια μου, φαίνεται να ξεπέρασε τα όρια, αφού ο πατέρας μου δεν άντεξε και γονάτισε στα σκαλοπάτια του σπιτιού μας, κάνοντας τον σταυρό του. (Εκείνη την στιγμή και σύμφωνα με αυτόπτη μαρτύρα, Τούρκος αστυνομικός είπε: «είσαστε κρίμαν ολάν, είσαστε τζαί σεις πλάσματα»). Εγώ περπατώντας στον δρόμο και παίζοντας το βιολί, χωρίς να το καταλάβω ανέβηκα τα σκαλοπάτια και βρέθηκα στην βεράντα του πατρικού μου, χωρίς ευτυχώς να με εμποδίσουν οι Τούρκοι αστυνομικοί. Ο κόσμος γύρω δάκρυζε με αυτά που έβλεπε στα μάτια του, μετά από τόσα και τόσα χρόνια και προχωρούσε βουβός, περίεργος, συγχυσμένος, με πολύ πικρό παράπονο και ένα μεγάλο γιατί. Οι στιγμές εκείνες ήταν πράγματι κάτι που δεν περιγράφονται με λόγια μα ούτε και με χίλιες λέξεις. Μέσα στο πλήθος που περνούσε και βλέποντας τους από ψηλά, είδα και τον δασκάλους μου Αντώνη Μελά και Αντώνη Μαρίνο και η μνήμη μου ξαφνικά με πήρε πρo του 1974, όπου σχεδόν κάθε βράδυ ερχόμενοι από τα καφενεία των γονέων τους, (Σσιακκίρη και Τταλλούς & Μαρίνου) περνούσαν έξω από το πατρικό μου, (αφού τα σπίτια τους ήταν λίγο ποιο κάτω) όπου πήγαιναν για ύπνο. Προς στιγμής σταμάτησα να παίζω βιολί και μεγαλοφώνος αλλά και με πολύ δύναμη ψυχής και χωρίς να το καταλάβω, φωνάξα και είπα «στους διαβάτες τουρίστες…» «Αυτό είναι το σπίτι που γεννήθηκα χωριανοίοιοιοιοι..!!!» Εν συνεχεία κοίταξα για λίγο μέσα από το παράθυρο του σπιτιού μου και oΤούρκος αστυνομικός χαμηλοφώνος μου είπε την λέξη ‘’γιασάκ’’ δηλ. απαγορεύεται. Έτσι θέλοντας και μη προχώρησα μαζί με την πομπή συνεχίζοντας να διανθίζω με άσματα και μουσικές (που μεγάλωσαν γενεές και γενεές των Μαρινιωτών μέσα από τους αιώνες), συμμετέχοντας και οι εκατοντάδες «τουρίστες», μέχρι και την καινούργια εκκλησία. Κάπου στο τέλος της τουριστικής μας διαδρομής και περνώντας κοντά από «τα σπίτια» των Αντώνη και Φιλίσας Μελά, Πετράκη και Έμηλης Μουτήρη, Μικέλλη και Σοφίας ΧατζηΙωσήφ, Αθανάση και Λέλλας Εμμανουήλ, Ιωάννη και Μαριάννας Καμηλάρη, Ιωσήφ και Μαρίτσας Μουτήρη, Μιχαήλη και Σουσάνας Αγαπίου και Εμμανουήλ και Βικτωριας ΧατζηΙωσήφ, φθάσαμε στην καινούργια εκκλησία όπου μας περίμεναν τα λεωφορεία για να επιστρέψουμε στους δικούς μας «συνοικισμούς». Κάποιοι όμως δεν ήθελαν να αποχωριστούν τις ρίζες τους και πνιγμένοι στο παράπονο και στον μεγάλο καημό, την αδικία και το γιατί (όπως τα αδέρφια Σολωμή και Αντώνη Πουλλή), οι οποίοι φώναζαν και έλεγαν με αυθορμητισμό και απλανές βλέμμα: Ρέεεεε χωρκανοίοιοιοι… που πάτεεεεε…. εφκήκε το οφτόοοοο… Κάποιοι άλλοι όπως ‘’τα Βασιλοπαίκια’’ (Αντώνης και Ηλίας Βασιλέα) έλεγαν στον πατέρα μου: (ο οποίος διατηρούσε πριν το 1974 καφενείο-σύλλογο) Ρε Σόλωμοοοο… βάρτον καφέ πάνω τζ’ερκούμαστιν ολάν…. Το τι κλάμα και δάκρια έπεφταν από τους γύρω αλλά και συγκίνηση, πραγματικά δεν μπορεί κανείς να σας το μεταφέρει εύκολα και με κανέναν τρόπο. Αποχαιρετώντας, στο πέρασμα μας με το λεωφορείο προς την έξοδο του χωριού «τα σπίτια» των Ηλία και Σουσάνας Ιωσηφίδη, Μιχαήλη και Λίζας Αγαπίου Στούκα, Γιάννου Ιωσηφίδη Παήλη, Αντώνη και Ελενης Μαρίνου, Πέπας και Χριστοφή Χαννή, Αντώνη και Μαρίνας Βασιλέα αλλά και το αγαπημένο μου περβόλι, του παππού μου Αντώνη Τζυρκαλλή, μου έμεινε προσωπικά εμένα μια γλυκόπικρη γεύση αλλά και μια ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο για τους χίλιο-αδικιμένους Μαρινιώτες, οι οποίοι επέδειξαν έμπρακτα ακόμα μια φορά ανωτερότητα και σοβαρότητα έναντι στις κατοχικές δυνάμεις, αλλά απέδειξαν επίσης ότι, ότι τους ανήκει δεν μπορεί κανείς να τους το πάρει, αλλά ούτε και να ξεπουληθεί το βαμμένο με αίμα και ίδρωτα χώμα, που γέννησε τους προγόνους τους, στους αιώνας των αιώνων.
*Αξίζει να πω ότι η συμπεριφορά των Τούρκων αστυνομικών αλλά και του στρατού ήταν συγκινητική.
*Κατασυγκινήθηκα διπλά, βλέποντας την εικόνα της Αγίας Μαρίνας μετά από 39 χρόνια, διότι ήμουν από τους τελευταίους μαζί με τα αδέρφια μου και τον ξάδερφο Βάσο, που βλέποντας στις 14 Αυγούστου 1974 γύρω στις 11 00 πμ, τα τουρκικά αεροπλάνα να χτυπούνε ανελέητα το χωριό και την εκκλησία και βλέποντας από το πατρικό μου την οροφή της εκκλησίας να πλουμίζετε από σφαίρες, τρέξαμε προς τα εκεί (αφού σταμάτησαν για λίγο τα αεροπλάνα) και μπαίνοντας από την πίσω πόρτα (της οποίας έλειπε μεγάλο κομμάτι από βόμβα που έπεσε ακριβώς διπλά στο γήπεδο), αντικρίσαμε από κοντά την πλουμισμένη οροφή. Το πρώτο θαύμα για την πελώρια εικόνα της Αγίας Μαρίνας και που το αντικρίσαμε μπροστά μας, ήταν ότι μπροστά από την Αγία τράπεζα και λίγο πιο κάτω από το σκαλοπάτι του ιερού, ήταν γεμάτο από τρύπες των μυδραλίων καθώς και όλο το πάτωμα της εκκλησίας, αλλά η εικόνα της οποίας περνούσαν «ξυστά» από κοντά της οι σφαίρες, ήταν άθικτη, ενώ με κομμάτια από σπασμένους πολυελαίους ήταν γεμάτη η εκκλησία.
*Δεκάδες Μαρινιώτες (λίγο πριν φύγουμε από τα δικά μας χώματα) μου είπαν τις εξής φράσεις: «Δεν αλλάζουμε ‘την Αγιά Μαρίνα μας’, ‘το αερούιν της’ και την ‘Μαρινιωτού μας’, με τίποτε και όταν κερδίσουμε ξανά τον τόπο μας, τα σπίτια και οι εκκλησίες ξαναχτίζονται..!!!»
ΚΑΡΤΕΡΑ ΜΑΣ ΚΑΡΤΕΡΑ ΜΑΣ
ΤΖ’ΕΝΑΡΤΕΙ ΆΣΠΡΗ ΜΕΡΑ ΜΑΣ
(Τ.Σ)