Μια νύχτα στον Ασωμάτο

Αξιολόγηση Χρήστη:  / 0

Μια νύχτα συντροφιά με τον Αρχάγγελο Μιχαήλ στον Ασώματο
 στη γιορτή του το 2012.

Άρωμα από τα παλιά

Φτάσαμε όλο χαρά στο χωριό 2-3 ώρες πριν τους άλλους χωριανούς που θα έρχονταν για τον εσπερινό της γιορτής του Αρχαγγέλου Μιχαήλ.  Το μόνο που έλειπε ήταν το καλωσόρισμα του αείμνηστου πατέρα μου που έτρεχε πάντοτε στην πόρτα να μας προϋπαντήσει, γελαστός και πάντα με την ίδια φράση. “Αρκήσετε αλλά ήρτετε πρώτοι”.  Αυτή τη φορά ήταν η μητέρα μου που χαμογελαστή μάς είπε ότι δεν πίστευε να πηγαίναμε τόσο νωρίς.

Με κατάνυξη παρακολουθήσαμε τη λειτουργία.  Όπως και παλιά κάρφωσα τα μάτια μου να θαυμάζω τον Αρχάγγελο Μιχαήλ.  Τον προστάτη μας που, όπως πολέμησε και νίκησε το  σατανά μαζί με τη στρατιά των αγγέλων του, έτσι και σήμερα συνεχίζει τη μάχη, υπερασπίζοντας τους κατοίκους του χωριού του εναντίον του σημερινού καθεστώτος  τώρα και 38 χρόνια.  Θαυμάζω το ύφος  και το βλέμμα του που είναι γεμάτα αισιοδοξία και υποσχέσεις.  Νάτα πάλι τα παιδιά μου εδώ, να προσεύχονται σε μένα και να με παρακαλούν για επιστροφή.  Υπόσχομαι τα πάντα, φτάνει να με παρακαλέσετε με πίστη, με θέρμη, με αγάπη και ενότητα.

 

Επιστρέφουμε από την εκκλησία με την ίδια απλότητα των παιδικών μας χρόνων.  Από το προαύλιό της αγναντεύω απέναντι το πατρικό μου σπίτι, κάτασπρο όπως το περιστέρι μέσα στα πράσινα κυπαρίσσια.   Ξαναγίνομαι παιδί όπως όταν μαζί με τα αδέλφια μου φεύγαμε ολόχαροι από την εκκλησία για να φτάσουμε σε δευτερόλεπτα τρεχάτοι στο σπίτι.  Βιαζόμαστε διότι πεινούσαμε και θέλαμε να κοιμηθούμε νωρίς.  Νομίζω ότι με ένα τέντωμα του χεριού μου θα φτάσω να το αγγίξω.  Μου φαίνεται τόσο απίστευτο ότι έχω την ελευθερία να κοιμηθώ ξανά στο πατρικό μου μετά από 35 χρόνια. Ξαναφέρνω στο μυαλό μου τη συνομιλία μου με τους στρατιώτες στην είσοδο του χωριού.  Έχουμε άδεια να μείνουμε απόψε στο χωριό.  Και η απάντηση τους που αντήχησε τόσο ωραία στα αυτιά μου «τταμάν», εντάξει.  Είναι από τις μετρημένες λέξεις που ξέρω τη σημασία και ακούεται τόσο γλυκά όπως η καμπάνα της εκκλησίας που μας καλεί για την Ανάσταση του Χριστού.

Στο προαύλιο της εκκλησίας θυμούμαι ότι εκεί κατοικούσε ο αείμνηστος ιερέας μας Ιωάννης Παύλου.  Τόσο πιστός στα καθήκοντά του και πάντα εκεί να μας εξομολογήσει, να τρέξει να κοινωνήσει τους αρρώστους ή να προσευχηθεί για τους ετοιμοθάνατους.  Νοερά το βλέπω να κάθεται στο μπαλκόνι του με το άσπρο καλοκαιρινό του ράσο.  Γυρίζω να τον κοιτάξω και ακούω το δυνατό του φτάρνισμα.  Με τις υγειές σου παπά μου.  Νάσαι πάντα καλά.

IMG 5355Στο δρόμο για το σπίτι περνώ από τα ερείπια των σπιτιών των αείμνηστων Ιωάννη Κλεάνθη και των γονιών του, των θείων μου Ηλία και Βαρβάρας Παρτέλλα, του ζεύγους Βραχίμη και Ελένη Ορφανού, Αλέκου και Άννας Λιάτσου, όπου παίζαμε σαν παιδιά με τις ώρες κρυφτό, μπάλα και σχοινί,  Λιάτσου και Ελένης, Ρόλη και Ελένης Λιάτσου. Θυμούμαι τη Μάρω που έτρωγε πάντα στο δρόμο έξω από το περιτοίχισμα του σπιτιού τους και το μεγάλο λεωφορείο που καθημερινά με πολλή δυσκολία το έβγαζε ο αείμνηστος Ρόλης από την αυλή τους .  Βλέπω τον έρημο καφενέ τους, όπου οι χωριανοί κάθονταν με τις ώρες, κάποτε  να παρακολουθούν τηλεόραση, να συνομιλούν για τις γεωργικές και κτηνοτροφικές τους εργασίες και κάποτε να βλέπουν τις βροχές.

Φτάνω στο σπίτι και μακαρίζω τον παππού και γιαγιά Γιωρκάτζιη και Αννέττα καθώς και τα παιδιά τους.  Στα αριστερά το σπίτι του αείμνηστου ζεύγους Μαριάννου και Μαριάννας Βιολάρη, οι οποίοι είχαν τα περιστέρια στην είσοδο της αυλής τους. Απέναντι ο καφενές του αείμνηστου ξαδέλφου μου Μισιέλ Χ” Iωσήφ, όπου μερικοί χωριανοί συνήθιζαν να παίρνουν και τσίμπημα (φαγητό) για να συνοδεύουν την μπύρα τους ή το κονιάκ τους.  Πίσω από το πατρικό μου, το σπίτι του αείμνηστου ζεύγους Ιωάννη και Μαρής Βιολάρη και των παιδιών τους, με το κοπάδι τους και τα μικρά αρνιά να βελάζουν.  Ακόμη ακούεται στα αυτιά μου η γλυκιά μελωδία της φλογέρας του.  Πιο πέρα το σπίτι και το περβόλι του αείμνηστου Τζιοβάννη Χ” Τζιοβάννη.  Πάντα το θαύμαζα για την ωραία στολή του Τσιαούσιη που φορούσε, για το χιούμορ του και για τις πολλές γνώσεις του για τα δέντρα.  Κάθε ένας και μια ιστορία, ένας αγώνας επιβίωσης για το ανάθρεμμα των παιδιών τους και το καθημερινό τους ψωμί.  Προσεύχομαι για όλους και ενώνω τα μικρά κομματάκια του πάζλ για να ξαναφτιάξω νοερά την παιδική μου ζωή στη γειτονιά.

 

Φτάνω έξω από την πόρτα του πατρικού μου σπιτιού.  Προσπαθώ να πιστέψω ότι όλα όσα συμβαίνουν δεν είναι της φαντασίας μου.  Μένουν λίγα δευτερόλεπτα να το διαπιστώσω.  Δυο-τρεις στρατιώτες είναι ακόμη μπροστά στο δρόμο και παρακολουθούν όλους τους πρόσφυγες επισκέπτες χωριανούς που φεύγουν μετά τη λειτουργία και τη συνάθροιση για καφέ.  Σε λίγο απόλυτη σιγή.  Έρχεται κάποιος στρατιώτης και μας χαιρετά και από σεβασμό φιλά το χέρι της μητέρας μου. Κάποιος άλλος χαμογελαστός στρατιώτης μας χαιρετά και ρωτά αν θα επιστρέψουμε πίσω ή θα μείνουμε.  Του απαντώ απλά και σταράτα ότι ήρθαμε να μείνουμε.  Ακούω ξανά τη λέξη τταμάν και μας καληνυχτίζει.  Μέσα μου πεταλίζουν και τραγουδούν πουλιά.  Ώστε είναι αλήθεια αυτό που ζω.  

Και τώρα στο σπίτι.  Πριν κλείσω την πόρτα κοιτάζω προς το απέναντι ανήφορο.  Βλέπω το φυλάκιο του στρατού εκεί στο ύψωμα, ακριβώς στη θέση του σπιτιού των αείμνηστων θείων μου Ιωάννη και Κατίνας Χ» Iωσήφ.  Η ταυτότητα της αυλής τους, το ντεπόζιτο με μπετόν παραμένει ακόμη εκεί.  Βλέπω νοερά τον πέτρινο φούρνο νοτιοδυτικά της αυλής τους και μυρίζομαι τα φρεσκοψημένα ψωμιά, τις χαλλουμωτές και ελιωτές της άξιας νοικοκυράς θείας μου.  Αισθάνομαι το φρέσκο κρύο αέρα που φυσά από το βορινό τους παράθυρο.  Ακούω τη φωνή του θείου μου να με συμβουλεύει με καλοσύνη.  Να κτίσετε εδώ πάνω στο ύψωμα.  Έχει τον καλύτερο αέρα, την καλύτερη θέα στα γύρω χωριά και στον Πενταδάκτυλο και καθόλου κουνούπια.

 

 Επί τέλους η πόρτα του πατρικού μου κλείνει, μαζί με το παράθυρο του εξωτερικού μου κόσμου.  Σκέφτομαι τη ζωή με τα μικρά μου αδέλφια.  Πάντα ήμουν αυστηρή μαζί τους για τάξη και καθαριότητα παντού.  Ούτε να κοιμηθούν ως αργά το πρωί δεν τους άφηνα τις αργίες, διότι βιαζόμουν να τακτοποιήσω τα κρεβάτια.  Τώρα το σπίτι μένει βουβό, συγυρισμένο και αθόρυβο.  Παντού φωτογραφίες, διπλώματα στους τοίχους, βιβλία και τα αντικείμενα που χρησιμοποιούσαμε σαν παιδιά, ακόμη φυλαγμένα να μας περιμένουν.  Βλέπω το εικονοστάσι με τόση νοσταλγία, τα ράφια και όλα όσα με τις ώρες κοίταζα τα βράδια μέχρι να αποκοιμηθώ και μου φαίνονται τόσο γλυκά, τόσο γνώριμα.  Χαίρομαι που δεν έγιναν μεγάλες αλλαγές από τότε.  Κάποιες όμως επιδιορθώσεις και ανακαινίσεις οδηγούν τις αναμνήσεις μου σε λανθασμένα μονοπάτια.  Τώρα η μητέρα μου κοιμάται σε άλλο δωμάτιο και σε διαφορετικό κρεβάτι.  Ίσως να είναι καλύτερα έτσι, να λιγοστεύει η πικρία της για το χαμό του πατέρα μου. Ετοιμάζομαι για ύπνο και σκέφτομαι πόσο δύσκολο είναι να ανέβω στο ψηλό αρχαίο κρεβάτι.  Νάμαι τώρα ξαπλωμένη εκεί με κλειστά μάτια να βλέπω σαν κινηματογραφική ταινία την παιδική και νεανική μου ζωή σ’ εκείνο το χώρο.  Τις χαρές μου, τις λύπες μου, τους φόβους και τις ανασφάλειες μου, τα παιχνίδια με τα αδέλφια μου, τις εργασίες μου, τα όνειρά μου.  Θεέ μου, είναι φυσιολογικό αυτό που αισθάνομαι;

Παλεύω  να αποκοιμηθώ.  Αν και είμαι σε στρατοκρατούμενη περιοχή δεν φοβούμαι να ανοίξω τα παράθυρα για λίγη δροσιά.  Νιώθω την ασφάλεια της προστασίας του σπιτιού μου.  Είναι σαν εκκλησία και σαν πρεσβεία.  Κανένας δεν έχει δικαίωμα να μου κάνει κακό στο δικό μου χώρο.  Πάνω από όλα έχω το δικό μου Αρχάγγελο λίγα μέτρα πιο κάτω.  Αρχηγό μιας στρατιάς αγγέλων.  Και τότε αρχίζω να ηρεμώ.  Ακούω τα απόμακρα γαβγίσματα των σκύλων από όλες τις πλευρές του χωριού.  Γαβγίζει ο ένας από τη δύση, απαντά ο άλλος από το βορρά, την ανατολή, το νότο.  Από τη φύση τους είναι οι φύλακες του χωριού, όπως ο Αρχάγγελος Μιχαήλ την εκκλησία του και τους κατοίκους του .  Τα ζώα δεν καταλαβαίνουν από ιστορία και εθνικότητα.  Δεν ξέρουν από εισβολή και κατοχή.  Είναι αφέντες και ιδιοκτήτες του χώρου τους.  Τους αρκεί μόνο ένα χάδι, λίγη αγάπη και φαγητό.  Γιατί να μην συμβαίνει το ίδιο και με τους ανθρώπους;   Ακούω τα πουλιά, το θρόισμα των φύλλων.  Με παίρνει ο ύπνος χωρίς να ονειρεύομαι, αφού όλα τα όνειρα τα είχα στο ξύπνιο μου. 

 

Γλυκοχαράζει και ξυπνώ με το κράξιμο των πετεινών.  Θυμούμαι τον Απόστολο Πέτρο και μαθητή του Χριστού.  Αυτό ήταν ένα ξύπνημα μετάνοιας για το παραπάτημά του να αρνηθεί τον Δάσκαλο και Κύριο του.  Αρχίζουν τα δάκρυα μεταστροφής που διάρκεσαν μέχρι το τέλος της ζωής του.  Μήπως αυτό είναι για μένα σημαδιακό;  Αυτό το ξύπνημα είναι διαφορετικό από το ξυπνητήρι μου στο σπίτι.  Έρχεται από την ιστορία του βάθους των αιώνων.  Ίσως να πρέπει να ακολουθήσω το παράδειγμα του Πέτρου.  Ίσως αυτό να είναι μια προειδοποίηση για μένα και για όλους για λάθος δρόμο που δεν οδηγεί στο Χριστό και στην επιστροφή στη γη της Επαγγελίας.  Κάποιο μήνυμα θέλει να μου περάσει ο Θεός για ξεχασμένες πνευματικές αξίες.

 

Ξημερώνει στο πατρικό μου και έχω την αίσθηση της επιστροφής, της ελευθερίας και ότι κανείς πλέον δεν μπορεί να με διώξει από εκεί και να ξαναγίνω πρόσφυγας στην ίδια μου την πατρίδα.  Αρχίζω να καταλαβαίνω τα αισθήματα της μητέρας μου και να εξηγώ την ηρεμία της, την υπομονή της, την αντοχή της μοναξιάς της, τη δύναμή της και την αισιοδοξία της και την επιμονή της να παραμένει ριζωμένη στον τόπο που τη γέννησε..  Επί τέλους το βρήκα.  Είναι ένα άρωμα από τα παλιά. Είναι αληθινή ευτυχία για ένα πρόσφυγα.  Η επιστροφή και διαμονή για μια νύχτα στο σπίτι μου μετά από 35 χρόνια.

Αποχαιρέτησα το χωριό με ένα μόνο συλλογισμό.  Κουράγιο και ελπίδα.  Αυτή είναι μόνο η αρχή της μόνιμης επιστροφής!