Εισοδος μελων
Έχουμε 350 επισκέπτες συνδεδεμένους και κανένα μέλος
Χωριο μου τιμημένο και περήφανο. ποια μοίρα σε κατάντησε ρημάδι;. ο νόστος που στην σκέψη μου τον ύφανα. οργή πικρή, ερεβικά σκοτάδια. ... μαυρες σκεψεις στους σκοτεινους διαδρομους της ψυχης μου…
Του Γλαύκου Ανδρέου
ΚΑΦΕΝΕΔΕΣ
Σημερα τα σκαφτικά κατοχικά μηχανήματα, που ξηλώνουν αράδα παλιές οικοδομές, ιερά και όσια, επιχειρώντας να δολοφονήσουν τις μνήμες και τις θύμησες μας, θεριά αδηφάγα που καταβροχθίζουν ακατάπαυτα, σαν από μανία, το παρελθόν και τις ιστορίες του, για να δημιουργήσουν τον ακαταλαβίστικο, τον ξέφρενο μηχανικό κόσμο, εσκόρπισαν σ' ερείπια και κορνιαχτό κι άλλη μια ιστορία που όσοι την έζησαν, δάκρυσαν στο χαλασμό της. Γιατί ήταν μια ιστορία που βάσταξε 50 τόσα χρόνια. Κι ήταν μια ιστορία που, μ' όλη την απλότητά της, έκλεινε στις σελίδες της τον χαρακτήρα, το πνεύμα, τα όνειρα, τους ψυχικούς κόσμους, μιας ολόκληρης εποχής. Μιας εποχής που τ' απομεινάρια της τώρα είναι ελάχιστα και ελάχιστοι εκείνοι που μπορούν να αισθανθούν τη νοσταλγία της.
Όμως, γι' αυτούς, ήταν μια ιστορία όμορφη. Κι αλίμονο, μια ιστορία που δεν μπορεί πια να ξαναγραφεί. Γιατί πέρασε η εποχή που γράφονταν τέτοιες ιστορίες. Η κατοχή τα γκρέϊντυ και οι μπουλντόζες ανοίγουν το δρόμο σ' άλλες ιστορίες, ιστορίες τέλεια διαφορετικές.
Αυτό που έπεσε σ' άμορφους σωρούς, ήταν γνωστό με το όνομα «Καφενές του Τζιτζιρη». Καφενές-ιστορία!! Ναι. Η ιστορία ενός κόσμου που χάνεται, που χάθηκε. Κι ο κόσμος εκείνος, τις πιο ενδιαφέρουσες σελίδες της ιστορίας του, τις έγραψε στους καφενέδες. Στον καφενέ του Ρολη , στον Καφενέ της Μαρουδκιας, του Σιελλουδκιου .
Πόσο με συντάραξε το θέαμα του γκρεμισμένου τοίχου του, το ξήλωμα του κυματιστού ταβανιού του που θαρρούσες πως θάπεφτε στο κεφάλι σου το ξερίζωμα της κληματαριάς του! Αυτη την κληματαριά που πρόσφερε δροσιά στο μοναδικό κόκκινο τηλεφωνικό θάλαμο, το οποίο ρινγιζε με εκείνο το διαβολεμένο γλυκύτατο ήχο , που και που άλλοτε διακόπτοντας στην ησυχία της νύκτας, άλλοτε το ύπνο των γειτόνων και άλλοτε την διακοπή της διασκέδασης και του γλεντιου φέρνοντας κάποια νέα από μακριά, από κάποιους ξενιτεμένους μας, όπως ο Μισιελης του Δεσποτοτιου,ο Ηλιας του Κοτσιφη, ο Αντώνης του Λιαση.
Βλέποντας, αυτά τα ερείπια πια, νόμιζα το Χάρο να στριφογυρίζει το δρεπάνι του πάνω από το κεφάλι μου! Είμαι κι εγώ αλίμονο από τα λίγα απομεινάρια της εποχής της, της γενιάς που χάνεται αυτής που χάθηκε.
KΑΣΑΠΗΣ και ΣΚΑΡΠΑΡΗΣ και ΡΑΦΤΗΣ
Απέναντι ακριβώς από το καφενεία οι γουρνοχαρές αρχίζαν κάθε Τέταρτη και Σάββατο , ο χασάπης του χωριού , ο Μακαριτης ο Σιελλος κάτω από ένα αιωνόβιο ευκάλυπτο έπαιρνε πρωταγωνιστικό ρόλο δολοφόνου παίζοντας την τελευταία πράξη της τραγωδίας. Με τα μαχαίρια ξυράφι και με ζηλευτή δεξιοτεχνία του ,γδέρνει και λιανίζει τα γουρούνια ετοιμάζοντας τα για το μοναδικό ψυγείο του χωριού ή το καδί. Οι μυρωδιές, από την νοστιμότατη σούβλα και την φρέσκια τσιγαρίδα (λειωμένο λίπος) γεμίζουν όλο το χωριό ενώ λίγο πιο πάνω οι κτύποι του σκαρπαρη του μακαρίτη του Δεσπότη φορώντας την μπλε στολή του μάστορα ακούγονταν σπασμωδικά αλλά λυσσασμένα στη προσπάθεια του να κατασκευάσει ένα άλλο αριστούργημα για κάποιο πελάτη του συγχωριανό η ξένο μιας και η φήμη του ξεπέρασε τα σύνορα της περιοχής.
Στο κάτω δρόμο του χωριού , εκεί οπού ο δρόμος μοιραζόταν στα τρία , στο σταυροδρόμι, Λευκωσίας, Κερύνειας και Καμπύλης σε ένα πετροκτιστο κεραμιδοτο σπιτι μια λάμπα πετρελαίου αναμμένη μέσα στο λυκόφως και στο σκοτάδι , διευκολύνει το Ράφτη, τον Σιαηλη να επιτελέσει με επιτυχία το ράψιμο κάποιου κοστουμιού για κάποιο πελάτη μέσα από τα κουδουνίσματα των προβάτων και τα γαυγίσματα των σκύλων, από την στάνη του Ιωσηφη του Αλικκου δημιουργώντας μια σπάνια ατμόσφαιρα ένα μοναδικό και αλλόκοτο τρόπο ζωής.
Λίγο ποιο κάτω, στον ίδιο δρόμο κάθε αυγουλά το ίδιο σκηνικό επαναλαμβανόταν με ευλάβεια και με απίστευτη συνέπεια, από την Μαριτσα του Κουμεττη, με ένα καπνιστηρι στο χερι , ευλογούσε τον καλό της πριν ξεκινήσει για το μεροκάματο. Μηχανικοί ήχοι ακριβώς μετά μαρτυρούσαν το μπρος της μηχανής του Λεωφορείου με αριθμούς εγράφης ΕΑ805 που τραβούσε στις 6.20 το πρωί στην πλατεία του χωριού να παραλάβει τους μαθητές και εργαζομένους με προορισμό την Λευκωσία, άλλοτε με οδηγό τον Σιημη της Ρεβεκκας , άλλοτε τον Κουμεττη άλλοτε τον Σιελλη της Μαρουθκιας.
Τα παλια λεωφορεια
Τα παλιά λεωφορεία είχαν στο πίσω μέρος τη μεταλλική σκάλα που οι χωριανοί από εκεί ανέβαιναν στην οροφή τους και τοποθετούσαν τις αποσκευές τους Διαδικασία χρονοβόρα διότι πάντοτε οι αποσκευές πήγαιναν στη πλάστιγγα για να μετρηθούν. Τα παλιά λεωφορεία ΒΕΤΦΟΡΤ είχαν περιορισμένους χώρους, μεγάλες όμως αντοχές οι μηχανές τους. Ο Γιαννιτσαρος ήταν ο πρώτος που κατάφερε να φέρει ένα 12θεσεο λεωφορείο όπου η ιστορία του αρχίζει από την δεκαετία το 40.
Όταν το λεωφορείο άρχιζε τη διαδρομή του, η εικόνα που παρουσίαζε ήταν πολύ κωμική, στην οροφή του κάθε λογής πραμάτεια, από αποσκευές μέχρι και κότες!! Στην κατηφόρα των Παναγρων μας εντυπωσίαζε η λίμνη γεμάτη χιλιάδες πουλιά και δίχως βάθος όπως έλεγαν κάποιοι επιβάτες, μάλλον για να απογειώσουν τη παιδική μας φαντασία. Όταν περνούσε το λεωφορείο τα Παναγρα προς την Μυρτου η αδρεναλίνη άρχιζε και ανέβαινε λές και ζήλευε το αγκομαχητό του. Ο δρόμος στενός μέχρι το πρώτο πέταλο. Πολλοί επιβάτες στους κουρβοτους και πανυψηλους δρομους έκλειναν τα μάτια από το φόβο, ειδικά σε κείνα τα πέταλα που η μούρη του λεωφορείου έχασκε στο γκρεμό. Πάντα θυμάμαι τον αγώνα του μακαρίτη του Ιωσηφη του Κουμεττη με το ΑΑ20 –έτσι το λέγαμε, ένα πανάρχαιο ΜΠΕΤΦΟΡΤ- στην κατηφόρα της Μύρτους προς την Κερύνεια, πως έστριβε το τεράστιο τιμόνι στα πέταλα, πως άλλαζε ταχύτητες χαράζοντας πορεία με το λεβιέ. Στα γυρίσματα του ο οδηγος αποζημίωνε όσους σαν κι εμένα είχαν τα μάτια ανοικτά και έκαναν πως δεν φοβόντουσαν, μας χάριζε σε κάθε του στροφή τον Κορμακιτικο κόλπο, το απόλυτο μπλέ μιας ονειρικής εικόνας.
Με την επιστροφη το λεωφορείο παίρνοντας αυτή την φορά ανηφορική πορεία, βγάζοντας μαύρους καπνούς πίσω του, έβγαινε δειλά – δειλά το Παναγραιηκο οροπέδιο Περνώντας από την Μυρτου, για την επιστροφη από το περιβολι του Χατζητζιοβαννη και του Ματερζουθκιου στην Παλιαβρυση ο τόπος έλαμπε σαν τον χρυσό από τα θερισμένα χωράφια και τις εναπομείναντες καλαμιές, το χώμα μοσκοβόλαγε αγριάδα και το τέλος μιας περιόδου γόνιμης για τον αγρότη. Στα ηλιοκαμένα πρόσωπα διέκρινες χαρά, σκεπασμένα όλα από τη τραγιάσκα που τη φορούσαν χειμώνα – καλοκαίρι. Ο καταναλωτισμός ήταν άγνωστη λέξη για τους ήρωες αυτούς της καθημερινότητας. Είχαν να θρέψουν φαμελιά, που να μείνουν εκτός από τα απαραίτητα για αγορές περιττές.
Όλα σαν σε ταινία με πρωταγωνιστές εμάς και σκηνοθέτη την Ασωματιτικη γή. Η ταινία αυτή δεν συνεχίζεται , οι ρόλοι έχουν αλλάξει, σκηνοθέτης πάντα όμως η ευλογημένη γή, του Ασωμάτου και του ονείρου .