Εισοδος μελων
Έχουμε 89 επισκέπτες συνδεδεμένους και κανένα μέλος
Επισκόπου Δημητρίου Σαλάχα[1]
Εισαγωγή
Η δογματική διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας περί του Μυστηρίου του Γάμου περιέχεται στο Διάταγμα της Β’ Συνόδου του Βατικανού «περί της Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο» (Gaudium et Spes, 48-52), και ειδικότερα η ισχύουσα νομοθετική ρύθμιση περί των Μικτών γάμων στο Κανονικό Δίκαιο αναθεωρήθηκε σύμφωνα με το Διάταγμα της ίδιας Συνόδου «περί των Καθολικών Ανατολικών Εκκλησιών» (De Ecclesiis orientalibus, 18), και στη συνέχεια με μια σειρά μετασυνοδικών διατάξεων, με τις οποίες τέθηκαν σε νέες εκκλησιολογικές βάσεις οι σχέσεις της Καθολικής Εκκλησίες με την Ορθόδοξη Εκκλησία και με τις άλλες Εκκλησίες και Ομολογίες της Μεταρρύθμισης. Έτσι τροποποιήθηκαν οι σχετικές αυστηρές διατάξεις του Κώδικα της Λατινικής Εκκλησίας του 1917 περί Μικτών Γάμων, και οι αντίστοιχες των Καθολικών Ανατολικών Εκκλησιών του 1949.
Παραμένει όμως αναλλοίωτη η διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας περί του Μυστηρίου του Γάμου και των ουσιωδών ιδιοτήτων του, ιδιαίτερα της ενότητας και του αδιάλυτου χαρακτήρα του, διδασκαλία στην οποία θεμελιώνεται και η νομοθετική ρύθμιση των Μικτών Γάμων.
Στις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες η νομοκανονική ρύθμιση των Μικτών Γάμων μεταξύ Ορθοδόξων και Ετεροδόξων, παρά ορισμένες διαφοροποιήσεις σημειωθείσες κατά τον ρουν της ιστορίας, παρουσιάζει ουσιαστικά ομοιομορφία, την οποία χαρακτηρίζει τόσον η αρχή της «εκκλησιαστικής οικονομίας», δηλαδή της ποιμαντικής συγκατάβασης και ανεκτικότητας, σε σχέση με την αυστηρή νομοθεσία της αρχαίας Εκκλησίας, όσον και η «κανονική ακρίβεια», δηλαδή η αυστηρή τήρηση των προϋποθέσεων για την έγκυρη και νόμιμη σύναψη τους.
Ο Νέος Καταστατικός Χάρτης της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου (2010), σε αντικατάσταση εκείνου του 1979, περιέχει κάποιες ουσιαστικές καινοτομίες ως προς τη ρύθμιση των «Μικτών Γάμων» σε σχέση με τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες[2].
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
1. Η χριστιανική οικογένεια δημιουργείται με το Ιερό Μυστήριο του Γάμου τελούμενο από τον ιερό λειτουργό, ο οποίος επικαλείται το Πανάγιο Πνεύμα να κατέλθει επί των συζύγων, ώστε, με τη δήλωση της αμοιβαίας προσωπικής συναίνεσης τους, να γίνουν μέτοχοι και εικόνα της άρρηκτης αγάπης μεταξύ του Χριστού και της Εκκλησίας. H Ακολουθία της ιερολογίας του Γάμου τόσον στη Δυτική όσον και στην Ανατολική Εκκλησία εκφράζει το βαθύ θεολογικό νόημα του, ως θείου φυσικού θεσμού στα πλαίσια της δημιουργίας του ανθρώπου σε άνδρα και γυναίκα και της συζυγικής ένωσης τους «εις σάρκα μία» (Γεν. 2, 24), θεσμού τον οποίον ο Χριστός ανύψωσε στην αξία του Μυστηρίου, πηγή αγιασμού και στερέωσης.
H διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας, θεμελιωμένη στη διδασκαλία του Χριστού και στην αποστολική και πατερική παράδοση, κωδικοποιήθηκε στο Κανονικό της Δίκαιο, τόσον στον Κώδικα της Λατινικής Εκκλησίας (Κ.Κ.Δ. = Codex Iuris Canonici, 1983), όσον και στον Κώδικα Κανόνων των Καθολικών Ανατολικών Εκκλησιών (Κ.Κ.Α.Ε. = Codex canonum Ecclesiarum Orientalium, 1990), οι οποίοι αναφέρονται στη φύση, την ουσία, τους σκοπούς, τη σύσταση και τις ουσιώδεις ιδιότητες του Μυστηρίου του Γάμου, αλλά και στους Μικτούς Γάμους.
2. Ο Κ.Κ.Δ. στους καν. 1055, 1056 και 1057, και ο ΚΚΑΕ στους αντίστοιχους κανόνες 776 και 817, ορίζουν τα εξής :
α) «Η συμφωνία του γάμου, με την οποία ο άντρας και η γυναίκα συνιστούν μεταξύ τους κοινότητα ολόκληρης ζωής που από τη φύση της τείνει στο καλό των συζύγων και στη γέννηση και διαπαιδαγώγηση των τέκνων, έχει ανυψωθεί από τον Χριστό τον Κύριο στην αξία του Μυστηρίου, όταν συνάπτεται μεταξύ βαπτισμένων».
«Γι' αυτό και μεταξύ βαπτισμένων δεν μπορεί να συσταθεί έγκυρη σύμβαση γάμου χωρίς να είναι συγχρόνως Μυστήριο».
β) «Τον γάμο συνιστά η νόμιμα δεδηλωμένη συναίνεση των μερών μεταξύ προσώπων ικανών σύμφωνα με το Δίκαιο. Τη συναίνεση αυτή δεν μπορεί να υποκαταστήσει καμιά ανθρώπινη εξουσία».
γ) «Η συναίνεση στον γάμο είναι πράξη της βούλησης με την οποία ο άντρας και η γυναίκα με αμετάκλητη συμφωνία προσφέρονται και γίνονται αποδεκτοί αμοιβαία για να συστήσουν τον γάμο».
Ως προς τη σύσταση γάμου, o Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Κύπρου, στο άρθ. 83 ορίζει: «1. Προς σύστασιν γάμου, απαιτείται αμοιβαία και ελευθέρα συναίνεσις των μελλόντων να συνάψουν γάμον και ιερολόγησις αυτού υπό κληρικού της Ορθοδόξου Εκκλησίας, κατά την κανονικήν τάξιν Αυτής».
Από αυτές τις διατάξεις προκύπτει ότι κάθε άλλη μορφή γάμου και οικογένειας μεταξύ χριστιανών που δεν πηγάζει από το θείο φυσικό δίκαιο και το ιερό Μυστήριο του Γάμου αντιβαίνει στην ευαγγελική διδασκαλία του Χριστού και στην αποστολική και πατερική παράδοση της Εκκλησίας. Τέτοιες άλλες μορφές είναι π.χ. η ελεύθερη συμβίωση, ο γάμος μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου, ο «δοκιμαστικός γάμος», μορφές τις οποίες σήμερα προωθούν να θεσμοθετήσουν διάφορα κράτη.
Όσοι λοιπόν Καθολικοί επιλέγουν ελεύθερα και συνειδητά μια τέτοια μορφή συμβίωσης και αρνούνται να συνάψουν γάμο σύμφωνα με τις θείες επιταγές, αποκόπτονται συνειδητά και εν γνώσει τους από το σώμα της Εκκλησίας και από τη συμμετοχή τους στα Μυστήρια, ιδιαίτερα της Θείας Ευχαριστίας. Η απόφασή τους είναι σεβαστή, αλλά θέτουν εαυτούς οικεία βουλήσει εκτός της Καθολικής Εκκλησίας. Δεν πρόκειται για «αυταρχισμό», «συντηρητισμό» ή «αναχρονισμό» της Εκκλησίας, αλλά για λογική συνέπεια της χριστιανικής ιδιότητας του κάθε πιστού.
3. Το συμβόλαιο του γάμου προσλαμβάνει μυστηριακό χαρακτήρα με την ιερολογία από τον λειτουργό της Εκκλησίας, και συνάπτεται με την αμετάκλητη συναίνεση του άντρα και της γυναίκας. Ο μυστηριακός χαρακτήρας αγιάζει τον δεσμό της αγάπης των συζύγων, τους καθιστά συμμέτοχους της άρρηκτης ένωσης Χριστού και Εκκλησίας, τους χορηγεί τη χάρη και τη δύναμη να εκπληρώσουν τους σκοπούς του γάμου, ενισχύει και εμπεδώνει την ενότητα της οικογένειας, η οποία δεν είναι εύκολο να κρατηθεί σταθερά με μόνες τις ανθρώπινες δυνάμεις των συζύγων και των τέκνων.
Στην Εγκύκλιο του για τον Χριστιανικό Γάμο (Casti Connubii), ο Πάπας Πίος ΧΙ ήδη το 1930 (31.12.1930, παρ. 22), έγραφε[3]:
«Οι χριστιανοί σύζυγοι ενισχύονται με ιδιαίτερο ιερό Μυστήριο, για να εκπληρώνουν με αξιοπρέπεια τα καθήκοντα της δικής τους κατάστασης. Και εκπληρώνοντας με τη δύναμη αυτού του Μυστηρίου τα συζυγικά και οικογενειακά τους καθήκοντα, εμποτισμένοι με το πνεύμα του Χριστού, που γεμίζει όλη τη ζωή τους με πίστη, ελπίδα και αγάπη, προοδεύουν όλο και περισσότερο προς την προσωπική τους τελειότητα και τον αμοιβαίο εξαγιασμό τους, συμβάλλοντας έτσι στη δόξα του Θεού».
4. Ουσιώδεις ιδιότητες του Μυστηρίου του Γάμου, της συζυγικής κοινωνίας και της οικογένειας είναι η ενότητα και το αδιάλυτο. Ο καν. 1055, §2, του ΚΚΔ ορίζει ότι «Ουσιώδεις ιδιότητες του γάμου είναι η ενότητα και το αδιάλυτο, τα οποία στον χριστιανικό γάμο αποκτούν ιδιαίτερη σταθερότητα επειδή είναι Μυστήριο». (πρβλ. ΚΚΑΕ, καν. 1056, §3). Η ενότητα του γάμου αποκλείει αφ’ ενός την πολυγαμία, αλλά επιβάλλει και την αμοιβαία πιστότητα μεταξύ των συζύγων:
Η Β΄ Σύνοδος του Βατικανού , στη Ποιμαντική Διάταξη «Για την Εκκλησία στο σύγχρονο κόσμο» (Gaudium et Spes, 48), επισημαίνει ότι: «Η στενή αυτή κοινωνία ως δώρο αμοιβαίο δύο προσώπων, αλλά επίσης το καλό των παιδιών, απαιτούν την πλήρη πιστότητα των συζύγων και διεκδικούν την αδιάλυτη ενότητά τους.
Στην Εγκύκλιο του, ο αείμνηστος Πάπας Ιωάννης Παύλος ΙΙ – που ανακηρύχθηκε πρόσφατα άγιος - , σχετικά με την χριστιανική οικογένεια (Familiaris consortio - 22.11.1981, παρ. 20), γράφει: «Είναι καθήκον ουσιώδες της Εκκλησίας να επιβεβαιώνει με δύναμη τη διδασκαλία που κηρύττει το αδιάλυτο του γάμου […] Το δώρο του Μυστηρίου είναι για τους χριστιανούς συζύγους ιερό κάλεσμα και συγχρόνως εντολή να παραμείνουν για πάντα πιστοί ο ένας στον άλλο, πέρα από τις δοκιμασίες και τις δυσκολίες, υπακούοντας γενναία στο θείο θέλημα του Κυρίου»[4].
Τα λόγια του Κυρίου «Ό,τι λοιπόν συνένωσε ο Θεός, δεν πρέπει να το χωρίζει ο άνθρωπος» (Μτ 19, 6) δεν είναι απλά μια ευχή, αλλά κατηγορηματική θεϊκή εντολή του αδιάλυτου δεσμού του γάμου. Η εντολή αυτή αποκλείει – όπως αναφέραμε - κάθε είδος «δοκιμαστικού γάμου», κάθε άλλη μορφή γάμου και οικογένειας που δεν πηγάζει από το θείο φυσικό δίκαιο και το ιερό Μυστήριο του Γάμου. Η παρομοίωση του Αγίου Παύλου στην επιστολή του προς Εφέστιους της άρρηκτης αγάπης των συζύγων με την αγάπη του Χριστού, Νυμφίου της Εκκλησίας, Νύμφης Χριστού, επικυρώνει και ενισχύει την θεϊκή αυτή εντολή.
5. Βέβαια σε μια παγκοσμιοποιημένη, εκκοσμικευμένη και όλο και περισσότερο αποχριστιανικοποιημένη κοινωνία, η κρίση των ηθικών αξιών αγγίζει και τον ιερό θεσμό του Γάμου και της οικογένειας, με αποτέλεσμα τα διαζύγια να έχουν πάρει ρυθμούς πραγματικής επιδημίας και μεταξύ των χριστιανών. Τα ίδια τα λαϊκά Μαζικά Μέσα ενημέρωσης σπάνια προβάλλουν την ιερότητα, τη σταθερότητα του γάμου και της οικογένειας, αλλά εκθειάζουν συστηματικά πρότυπα εξωσυζυγικών παράνομων σχέσεων και απιστίας ως «φυσικό» πλέον φαινόμενο.
6. Στην Ελλάδα – επιτρέψετε μου να αναφερθώ ιδιαίτερα στη χώρα μου που έχει πολλές ομοιότητες με την Κύπρο - , αλλά και σε άλλες χώρες, λόγω της μειονότητας του Καθολικού πληθυσμού, οι Καθολικοί επηρεάζονται από το κοινωνικό περιβάλλον και από το γεγονός της λύσης του γάμου με το διαζύγιο που χορηγεί η Πολιτεία, και δίνει τη δυνατότητα τέλεσης νέου πολιτικού ή θρησκευτικού γάμου σε άλλες Εκκλησίες. Αυτό παρατηρείται ιδιαίτερα και στους Μικτούς Γάμους Καθολικών και Ορθοδόξων, που αποτελούν στην Ελλάδα την πλειονότητα (σχεδόν το 80%), και οι οποίοι αυξάνονται συνεχώς εξ αιτίας και του φαινομένου της Μετανάστευσης.
Όμως, όπως έλεγε ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄, «Όσο μεγαλύτερες είναι οι δυσκολίες που προέρχονται από το κοινωνικό περιβάλλον για να βιώσουν οι σύζυγοι το Μυστήριο του γάμου, τόσον περισσότερες πρέπει να είναι οι προσπάθειες για να προετοιμασθούν κατάλληλα να αναλάβουν τις υποχρεώσεις τους»[5].
7. Η Καθολική Ιεραρχία της Ελλάδος στο «Εγκόλπιο του Εφημερίου», που εξέδωσε το 2013, επισημαίνει ότι:
«Ως ποιμένες και διδάσκαλοι οφείλουμε να εξηγούμε στους πιστούς μας ότι είναι ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός που θέλησε το γάμο αδιάλυτο (βλ. Μτ 19,6), και η Εκκλησία δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να παραμένει πιστή στο θέλημά του. Η βιβλική και θεολογική διδασκαλία γύρω από την ενότητα και το αδιάλυτο της συζυγικής κοινωνίας, μπορούν να έχουν μια θετική ανταπόκριση στους πιστούς μας εάν, παράλληλα με τη διδασκαλία, καλλιεργείται η πίστη τους με την κατήχηση, την ανάγνωση της Αγίας Γραφής, την προσευχή, την πιστότητα στο νόμο του Χριστού και κυρίως με τη συμμετοχή στα Μυστήρια της Μετανοίας και της Ευχαριστίας» (παρ. 140,5).
Στο θέμα της ενότητας και του αδιάλυτου χαρακτήρα του Μυστηρίου του Γάμου η Καθολική και η Ορθόδοξη Εκκλησία έχουν την ίδια δογματική διδασκαλία, αλλά ως προς το διαζύγιο διαφοροποιούνται στην πράξη, επιτρέποντας τη λύση του γάμου «κατ’ οικονομίαν» σε ορισμένες περιπτώσεις, πλην όμως ο ιερολογούμενος δεύτερος ή και τρίτος γάμος των διαζευγμένων Ορθοδόξων πιστών δεν θεωρείται ως Μυστήριο – όπως υποστηρίζουν Ορθόδοξοι θεολόγοι -, αλλά έχει περισσότερο μετανοητικό χαρακτήρα, σύμφωνα με τη σχετική «Ακολουθία εις Δίγαμον», δεν στερείται όμως ιερότητας, εφόσον συνάπτεται με τη συναίνεση και ευλογία της Εκκλησίας. Ιδιαίτερη ποιμαντική σημασία στην Ορθόδοξη Εκκλησία έχει και η «Ακολουθία επί επανασυστάσει Γάμου Διαζευχθέντων», δηλαδή νέου Γάμου διαζευγμένων που αποκαθιστούν τον προηγούμενο συζυγικό τους βίο.
8. «Δεν πρέπει να ξεχνάμε - τονίζει η Καθολική Ιεραρχία της Ελλάδος στο «Εγκόλπιο του Εφημερίου»-, ότι το Μυστήριο του Γάμου είναι ένα διαρκές Μυστήριο όπως το Βάπτισμα, επομένως υπάρχει μια «πνευματικότητα» της συζυγικής ζωής βασισμένη στην ιδιαίτερη χάρη αυτού του Μυστηρίου. Αυτό σημαίνει πως οι σύζυγοι δεν αντιμετωπίζουν μόνοι τους τις αναπόφευκτες δυσκολίες και κρίσεις του συζυγικού βίου, αλλά συνοδεύονται συνεχώς από τη Χάρη και τη βοήθεια του Θεού. Αρκεί να είναι έτοιμοι να δεχθούν αυτή τη Χάρη. Εμείς πρέπει να βοηθήσουμε τα ζευγάρια να αντιλαμβάνονται πάντοτε αυτή τη στοργική παρουσία του Θεού μέσα στην οικογένειά τους, ενθαρρύνοντάς τα στην κοινή προσευχή και στην ανανέωση των υποσχέσεων της συζυγικής αγάπης και πιστότητας με την ευκαιρία της επετείου του γάμου, όχι μόνο στην εικοσιπενταετία και πεντηκονταετία, αλλά και σε κάθε ευκαιρία»[6].
Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι σε όλες τις Καθολικές εκκλησιαστικές μας επαρχίες στην Ελλάδα καταβάλλεται ποιμαντική προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση, όπως ακριβώς συμβαίνει και εδώ στην Κύπρο.
Ως προς τον αδιάλυτο χαρακτήρα του Μυστηρίου του Γάμου, η Καθολική Εκκλησία απορρίπτει τη λύση του Γάμου με το διαζύγιο, επανεξετάζει όμως την ποιμαντική φροντίδα προς τους Καθολικούς διαζευγμένους που έχουν συνάψει δεύτερο γάμο, όπως και την αναθεώρηση της δικαστικής διαδικασίας για την κήρυξη τυχόν ακυρότητας τελεσθέντος ήδη γάμου (Declarationullitatismitrimonii). Όπως θα δούμε παρακάτω, το λεπτό ποιμαντικό θέμα των διαζευγμένων Καθολικών που συνήψαν νέο γάμο, θα συζητηθεί και πάλι στην τακτική Σύνοδο των Επισκόπων στη Ρώμη τον προσεχή Οκτώβριο.
Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΜΙΚΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΩΛΥΜΑ ΤΗΣ ΕΤΕΡΟΘΡΗΣΚΕΙΑΣ
Ως προς τους Μικτούς Γάμους, θα πρέπει να διακρίνουμε τους γάμους μεταξύ χριστιανών - Καθολικών και Ορθοδόξων ή Καθολικών και Διαμαρτυρομένων -, και μεταξύ Καθολικών και ετεροθρήσκων, οπαδών δηλαδή άλλων μη χριστιανικών θρησκειών, και γενικά μη βαπτισμένων. Και για μεν τους πρώτους δεν υπάρχει πλέον κανονικό κώλυμα, όπως όριζε ο Κώδικας του 1917, αλλά απαιτείται μια απλή επισκοπική άδεια λόγω του μικτού δόγματος (mixta religio), ενώ η ετεροθρησκεία (disparitas cultus), αποτελεί σοβαρό κανονικό κώλυμα και απαιτείται άρση του κωλύματος, που χορηγείται από τον επιχώριο επίσκοπο υπό ορισμένες προϋποθέσεις και απαράβατες εγγυήσεις από μέρους των μελλονύμφων (cautiones), χωρίς την οποία ο γάμος θεωρείται άκυρος.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία, τηρούσα τους αυστηρούς κανόνες της αρχαίας Εκκλησίας ως προς τον μυστηριακό χαρακτήρα του γάμου μεταξύ χριστιανών, απαγορεύει απολύτως τον γάμο με ετεροθρήσκους ή μη βαπτισμένους, καθότι το Μυστήριο του γάμου προϋποθέτει το Μυστήριο του βαπτίσματος και στους δυο συζύγους.
Η Καθολική Εκκλησία θεωρεί μεν ανατρεπτικό κώλυμα την ετεροθρησκεία, δηλαδή γάμο χριστιανών με μη βαπτισμένους, όμως, λαβαίνοντας υπόψη το φυσικό δικαίωμα κάθε ανθρώπου, άνδρα και γυναίκας, να έλθουν σε γάμου κοινωνία, επιτρέπει κατ’οικονομίαν τους γάμους αυτούς, δηλ. εφαρμόζει την αρχήν της ποιμαντικής συγκατάβασης. Δεν πρόκειται όμως για γάμο με μυστηριακό χαρακτήρα, πλην όμως δεν στερείται ιερότητας, εφόσον συνάπτεται με τη συναίνεση της Εκκλησίας.
Οι Μικτοί Γάμοι με χριστιανούς Ορθοδόξους ή Διαμαρτυρομένους πιστούς επικεντρώνουν ιδιαίτερα την προσοχή, την ποιμαντική ευαισθησία, ευθύνη και φροντίδα των Καθολικών Επισκόπων και εφημερίων, αλλά και την ανάγκη ενός αδελφικού διαχριστιανικού διαλόγου και συνεργασίας μεταξύ των Εκκλησιών, προκειμένου να στηρίξουν τις μικτές οικογένειες στην αντιμετώπιση των θρησκευτικών προβλημάτων που τυχόν αναφύονται ανάμεσά τους, να βοηθήσουν τα μικτά ζευγάρια, ώστε το κάθε μέρος να βιώνει την πίστη της Εκκλησίας του και ταυτόχρονα, μέσα από ένα αμοιβαίο σεβασμό της ιδιαιτερότητας του δόγματος στο οποίο ανήκουν, να καλλιεργούν τα θετικά σημεία τα οποία εμπλουτίζουν τη χριστιανική οικογένεια και γενικά την Εκκλησία του Χριστού. Η κατάλληλη προετοιμασία των μελλονύμφων, και στη συνέχεια, η πνευματική συμπαράσταση και συνοδοιπορία των ποιμένων με την οικογένειά τους θα είναι η πιο θετική συμβολή στην οικογενειακή και προσωπική αρμονία και ευτυχία των συζύγων και των παιδιών τους, αλλά και η ανακάλυψη όλων των θετικών εκείνων στοιχείων που προσφέρουν στις Εκκλησίες τους για την αποκατάσταση της χριστιανικής ενότητας.
Η πρώτη εμπειρία της τραυματικής διαίρεσης των Εκκλησιών και των χριστιανών αγγίζει τα μικτά ζευγάρια. Είναι αλήθεια πως μέσα σε ένα μικτό ζευγάρι είναι πιο δύσκολο να ομολογείται και να βιώνεται από κοινού η μια και η αυτή πίστη και να μεταδίδεται στα παιδιά, έτσι ώστε να καλλιεργείται η ίδια πνευματική ζωή για όλα τα μέλη της οικογένειας. Στις μικτές οικογένειες, εκτός από τα άλλα κοινά προβλήματα που βιώνει κάθε οικογένεια, προστίθενται και εκείνα του μικτού δόγματος. Έγκειται όμως στους ποιμένες να βοηθήσουν τις οικογένειες αυτές να αποκτήσουν την πνευματικότητα εκείνη την οποία θα κληθεί η Εκκλησία να βιώσει όταν θα φθάσει η ποθητή ημέρα της ενότητας της Μιας του Χριστού Εκκλησίας.
Οι σύζυγοι που ανήκουν σε διαφορετικό δόγμα θα πρέπει να βοηθηθούν από τους ποιμένες τους, ώστε να γνωρίζουν και να βλέπουν τα πολλά σημεία που ενώνουν τα δύο δόγματα και να μην αναγάγουν σε διαφορές εκείνα τα σημεία τα οποία δεν αποτελούν σημεία διαφοράς στην πίστη, τουλάχιστον ως προς την ιερότητα και τη μυστηριακή έννοια του γάμου και της οικογένειας. Ο σεβασμός της θρησκευτικής συνείδησης και της εκκλησιακής ιδιαιτερότητας των συζύγων μπορεί μέσα από ένα ειρηνικό διάλογο αγάπης και αμοιβαίας κατανόησης να εμπεδώσει και να πλουτίσει την συζυγική ενότητα τους και τη διαπαιδαγώγηση των τέκνων τους, χωρίς αντιπαλότητα και μισαλλοδοξία. Είναι τεράστια η ευθύνη των ποιμένων, Καθολικών και Ορθοδόξων, σε περίπτωση που καλλιεργούν και εμποτίζουν με φανατισμό και μισαλλοδοξία τους συζύγους από Μικτό Γάμο. Βέβαια κάθε Εκκλησία έχει ποιμαντική ευθύνη για την πίστη και πιστότητα των μελών της, και καθορίζει τις προϋποθέσεις για τη σύναψη Μικτού Γάμου.
ΟΙ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΣΗ ΤΩΝ ΜΙΚΤΩΝ ΓΑΜΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ (διαβεβαιώσεις και εγγυήσεις - cautiones)
Στα πλαίσια της προετοιμασίας για τον γάμο των μελλονύμφων Καθολικών με χριστιανούς άλλου δόγματος ή άλλης θρησκείας εντάσσεται και η υπεύθυνη ενημέρωσή τους ως προς τις λεγόμενες «διαβεβαιώσεις και εγγυήσεις» (cautiones), που ορίζει το Κανονικό Δίκαιο, προκειμένου να χορηγήσει ο επίσκοπος την άδεια ή την άρση του κωλύματος προς τέλεση του Μικτού Γάμου. Η άδεια αυτή χορηγείται εφόσον εκπληρωθούν ορισμένες προϋποθέσεις, όπως είναι οι ακόλουθες[7]:
α)Το Καθολικό μέρος καλείται να δηλώσει ότι θα παραμείνει πιστό στην Εκκλησία του και στη διδασκαλία της και ότι θα προσπαθήσει να κάνει ό,τι του είναι δυνατό, εφικτό, ώστε τα παιδιά που θα γεννηθούν να βαπτισθούν και να ανατραφούν στην Καθολική Εκκλησία (ΚΚΔ, καν. 1125,1 - ΚΚΑΕ καν. 814, 1). «Θα προσπαθήσει να κάνει ό,τι του είναι δυνατό» σημαίνει ότι θα επιδιώξει μέσα σε ένα ειρηνικό διάλογο με το άλλο μέρος να υπάρξει μια κοινή απόφαση, έχοντας υπόψη και τα κοινωνικά δεδομένα του τόπου. Π.χ. κατά γενικό κανόνα τα τέκνα ακολουθούν και στις χώρες μας το θρήσκευμα του πατέρα.
Ο Καθολικός γονέας – στον Μικτό Γάμο - δεν υπόκειται πάντως σε ποινικές κυρώσεις (ΚΚΔ, καν. 1366, ΚΚΑΕ, καν. 1439), εάν, παρά την προσπάθεια του, τα τέκνα δεν βαπτισθούν και δεν ανατραφούν στην Καθολική Εκκλησία[8], φοβούμενος τυχόν μήπως και η εμμονή του καταλήξει τελικά στη ρήξη και στον τελικό χωρισμό του ζευγαριού και της οικογενείας.
β) Στο άλλο μέρος, Ορθόδοξο ή Διαμαρτυρόμενο, γνωστοποιούνται απλά και υπεύθυνα από τον εφημέριο οι υποχρεώσεις αυτές του Καθολικού μέρους (ΚΚΔ, καν.1125,2 - ΚΚΑΕ καν. 814, 2). Δεν υποχρεούται να κάνει καμιά δήλωση, υπόσχεση ή όρκο, όπως απαιτούσε ο Κώδικας του 1917 (ΚΚΔ, καν. 1061), αλλά καλείται να μη παρακωλύσει και να σεβασθεί στο Καθολικό μέρος το δικαίωμα της άσκησης των θρησκευτικών καθηκόντων του και δεν θα ασκήσει φορτική πίεση, προσηλυτισμό, κάθε είδος ψυχολογικής βίας και εξαναγκασμού ως προς τη βάπτιση των τέκνων και την ανατροφή τους εκτός της Καθολικής Εκκλησίας.
Είναι φανερό ότι το θέμα αυτό είναι πολύ λεπτό γιατί και το άλλο μέρος έχει τις ίδιες κατά συνείδηση υποχρεώσεις που του επιβάλλει η θρησκευτική του συνείδηση και η Εκκλησία του. Τελικά, όπως λέχθηκε, εναπόκειται στο ζευγάρι μέσα από ένα αμοιβαίο διάλογο αγάπης και χριστιανικής συνείδησης και χωρίς θρησκευτικό εξαναγκασμό του ενός επάνω στον άλλο να πάρει τις αποφάσεις του. Το ουσιώδες είναι να διαπαιδαγωγηθούν χριστιανικά τα τέκνα.
Αν βέβαια – όπως λέχθηκε - το ζευγάρι κατέχεται αμοιβαία από θρησκευτική εμμονή και αδιαλλαξία, θρησκευτικό φανατισμό, ήδη το μέλλον της συζυγικής συμβίωσης προμηνύεται νεφελώδες και πιθανώς να καταλήξει κάποτε σε ναυάγιο. Σε περίπτωση που διαπιστώνεται βέβαιη και προαποφασισμένη άσκηση φορτικής πίεσης και «προσηλυτισμού», ο επίσκοπος δεν θα πρέπει να χορηγεί την άδεια προς τέλεση του Μικτού Γάμου.
γ) Και τα δυο μέρη πρέπει να καταρτίζονται από τον εφημέριο επάνω στους σκοπούς και τις ουσιώδεις ιδιότητες του γάμου, ιδιαίτερα για την ενότητα και το αδιάλυτο του γάμου, που δεν πρέπει να απορρίπτονται με θετική πράξη βούλησης από κανένα από τα δυο μέρη. Κατά συνέπεια, ο γάμος που τελείται με το ρητό κατηγορηματικό όρο, ότι αν τυχόν αποτύχει ο γάμος, θα χωρίσει το ζευγάρι στο μέλλον και θα προσφύγει στο διαζύγιο, θεωρείται αθέμιτος και άκυρος (ΚΚΔ, καν.1125,3 - ΚΚΑΕ καν. 814, 3).
Το Κανονικό Δίκαιο στον καν. 1101 ΚΚΔ και καν. 824 ΚΚΑΕ ορίζει σαφώς ότι:
«Η εσωτερική συναίνεση της ψυχής (του νου) τεκμαίρεται σύμφωνη με τις λέξεις και τα σημεία που χρησιμοποιούνται κατά την τέλεση του γάμου. Αν όμως ένα από δυο μέρη ή και τα δυο με θετική πράξη της βούλησης αποκλείουν αυτόν τον ίδιο τον γάμο ή κάποιο ουσιώδες στοιχείο ή κάποια ουσιώδη ιδιότητα, τελούν άκυρο γάμο».
«Θετική πράξη της βούλησης» σημαίνει κατηγορηματική παρμένη ήδη προαπόφαση ενέργειας, και όχι απλά μια θεωρητική γνώμη, αντίληψη.
Εδώ πρέπει να πούμε ότι κανένα σοβαρό ζευγάρι δεν παντρεύεται βέβαια με την πρόθεση να χωρίσει στο μέλλον, αλλά το Ορθόδοξο μέρος πιθανόν να μην υιοθετεί θεωρητικά τη διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας για το απόλυτα αδιάλυτο του γάμου και την άρνηση σε κάθε περίπτωση χορήγησης του διαζυγίου, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι παντρεύεται προαποφασισμένο θετικά και αμετάκλητα να χωρίσει στο μέλλον με το συγκεκριμένο πρόσωπο που αγαπά. Μια τυχόν εσφαλμένη ιδεολογία ή θεώρηση ως προς την ενότητα και το αδιάλυτο ή τη μυστηριακή αξία του γάμου «εφόσον δεν επιδρούν καθοριστικά στη βούληση, δεν καθιστούν άκυρη τη συναίνεση» (ΚΚΔ, καν. 1099 - ΚΚΑΕ καν. 822). Πάντως μια βαθειά ριζωμένη νοοτροπία στο μυαλό κάποιου υπεραμυνόμενου ή επιφυλασσόμενου του δικαιώματος της προσφυγής στο διαζύγιο αν ο γάμος αποτύχει, μπορεί εύκολα να προκαθορίσει και τη βούληση του.
Ο ΚΑΝΟΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ ΤΕΛΕΣΗΣ ΤΩΝ ΜΙΚΤΩΝ ΓΑΜΩΝ
Σύμφωνα με το Κανονικό Δίκαιο των Καθολικών Ανατολικών Εκκλησιών, όπως είναι η Εκκλησία των Μαρωνιτών, για την έγκυρη και νόμιμη τέλεση γάμου μεταξύ Καθολικών, έστω κι’αν ο ένας από τους δυο είναι Καθολικός, πρέπει να τηρείται ο κανονικός τύπος, δηλαδή με ιερολογία (ritussacer) ενώπιον του εφημερίου του Καθολικού μέρους, ο οποίος ζητεί και αποδέχεται εξ ονόματος της Εκκλησίας τη δήλωση της συναίνεσης των μερών και ιερουργεί το Μυστήριο ως λειτουργός του Μυστηρίου (ΚΚΑΕ, καν. 828). Ο ιερέας δεν είναι απλώς ένας επίσημος μάρτυρας (testisspectabilis) του γάμου που τελούν οι σύζυγοι με τη δήλωση της συναίνεσης τους ενώπιον του ιερέα, όπως ορίζει ο Κώδικας της Λατινικής Εκκλησίας (ΚΚΔ, καν. 1108), αλλά ο λειτουργός του Μυστηρίου.
Στην περίπτωση γενικά Μικτού Γάμου μεταξύ Καθολικών και Ορθοδόξων, ο κανονικός αυτός τύπος πρέπει να τηρείται για να είναι νόμιμος ο γάμος, αλλά για την εγκυρότητα του αρκεί η ιερολογία από Καθολικό ή Ορθόδοξο λειτουργό (ΚΚΔ, καν.1127,1 - ΚΚΑΕ καν. 834, 2), δηλαδή γάμος Καθολικού πιστού με Ορθόδοξο πιστό που ιερολογείται από Ορθόδοξο ιερέα είναι έγκυρος (ΚΚΔ, καν.1127,1 - ΚΚΑΕ καν. 834, 2).
Η Καθολική Εκκλησία αναγνωρίζει ανεπιφύλακτα την εγκυρότητα των Μυστηρίων που τελούνται στην Ορθόδοξη Εκκλησία, πλην όμως ορίζει ότι ο Μικτός Γάμος μεταξύ Καθολικών και Ορθοδόξων πρέπει να τελείται στην Καθολική Εκκλησία, εκτός εάν για σοβαρή αιτία ο επιχώριος επίσκοπος χορηγήσει την άδεια να τελεσθεί στην Ορθόδοξη Εκκλησία (ΚΚΔ, καν. 1127,1 ΚΚΑΕ, καν. 834, 2).
Το Κανονικό Δίκαιο δεν επιτρέπει πριν ή μετά από την τέλεση του Μικτού Γάμου στην Καθολική Εκκλησία να τελείται άλλη ιερολογία από μη Καθολικό λειτουργό. Εάν ο Μικτός Γάμος έχει τελεσθεί ήδη στην Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν επαναλαμβάνεται και στην Καθολική Εκκλησία. Δεν επιτρέπεται γενικά η επανάληψη της ιερολογίας σε άλλη μη Καθολική Εκκλησία (ΚΚΔ, καν. 1127, 3. ΚΚΑΕ, καν. 839).
Στην Ελλάδα, όπου οι Καθολικοί πιστοί –Έλληνες και αλλοδαποί- αποτελούν, όπως λέχθηκε, μικρή μειονότητα, για ποιμαντικούς λόγους επικράτησε εθιμικά η πράξη να τελούνται οι Μικτοί Γάμοι πρώτα στην Καθολική Εκκλησία και στη συνέχεια οι νεόνυμφοι να μεταβαίνουν και στην Ορθόδοξη, δηλαδή το Μυστήριο του Γάμου τελείται δυο φορές, πρακτική που θεολογικά δεν δικαιολογείται, δεδομένου ότι τόσον η Καθολική Εκκλησία όσον και η Ορθόδοξη αναγνωρίζουν τον Γάμο των βαπτισμένων ως ιερό Μυστήριο. Δεν υπάρχει βέβαια καμιά νομοθετική απόφαση της Καθολικής Ιεραρχίας της Ελλάδος που να θεσπίζει την «διπλή τέλεση» του Μικτού Γάμου, ούτε και φέρει ευθύνη για την επανάληψη του Μυστηρίου στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά απλά επιβεβαιώνει το γεγονός. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αναγνωρίζει έγκυρο τον Μικτό Γάμο των πιστών της που τελείται χωρίς ιερολογία από Ορθόδοξο ιερέα. Έτσι αναγκαστικά πρέπει να ακολουθήσει ιερολογία στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η πράξη αυτή της «διπλής» ιερολογίας δεν παρατηρείται στο εξωτερικό σε περίπτωση Μικτού Γάμου αλλοδαπών Καθολικών με Ορθοδόξους. Οι Καθολικοί Επίσκοποι στη Δύση χορηγούν συνήθως την άδεια να τελείται ο Μικτός Γάμος μεταξύ Καθολικών και Ορθοδόξων μόνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εφόσον αναγνωρίζεται ως έγκυρος.Στην Ελλάδα οι Καθολικοί Επίσκοποι κατά γενικό κανόνα δεν χορηγούν τέτοια άδεια, παρά μόνο για σοβαρή αιτία. Ο λόγος – όπως λέχθηκε – είναι ποιμαντικός, δεδομένου ότι η Καθολική Εκκλησία είναι μια μικρή μειονότητα και ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αναγνωρίζει έγκυρο τον Μικτό Γάμο Ορθοδόξου πιστού που τελείται στην Καθολική Εκκλησία.
Συμπερασματικά, το ζητούμενο από την Καθολική Ιεραρχία της Ελλάδος είναι να τηρείται στους Γάμους μεταξύ Καθολικών και στους Μικτούς Γάμος ο κανονικός τύπος, δηλαδή να τελούνται οπωσδήποτε στην Καθολική Εκκλησία, και μόνο για σοβαρούς λόγους η τοπική Εκκλησιαστική αρχή απαλλάσσει από τον κανονικό τύπο. Επομένως, οι εκτός Ελλάδος Καθολικοί Επίσκοποι, όταν χορηγούν την άδεια στους πιστούς τους να τελέσουν τον Μικτό Γάμο στην Ελλάδα, καλούνται να μη συνοδεύουν την άδεια με το αίτημα να τους απαλλάξει ο Έλληνας Καθολικός Επίσκοπος του τόπου της τέλεσης του Μικτού Γάμου από τον κανονικό τύπο, αλλά αντιθέτως να τους προτρέπουν να τελέσουν οπωσδήποτε τον Καθολικό γάμο, έστω κι αν η Ορθόδοξη Εκκλησία απαιτεί την ιερολογία και από Ορθόδοξο ιερέα.
Οι Μικτοί Γάμοι μεταξύ Καθολικών και Διαμαρτυρομένων είναι έγκυροι μόνον εφόσον τελούνται με ιερολογία από τον αρμόδιο Καθολικό ιερέα, εκτός εάν ο επιχώριος Επίσκοπος χορηγήσει την απαλλαγή από την τήρηση του Κανονικού τύπου, δηλαδή την άδεια τέλεσής τους εκτός της Καθολικής Εκκλησίας από άλλο αρμόδιο δημόσιο λειτουργό (ΚΚΔ, καν. 1127, 1 και 2, 1108. ΚΚΑΕ, καν. 834,1, 828, 835). Χωρίς αυτή την απαλλαγή της τήρησης του Κανονικού τύπου, ο γάμος είναι άκυρος.
Στο «Εγκόλπιο του Εφημερίου», 2013, παρ. 135,8-13, η Καθολική Ιεραρχία της Ελλάδος, συνοψίζοντας την νομοκανονική και ποιμαντική ρύθμιση των Μικτών Γάμων, επισημαίνει τα εξής:
«1. Δεν επιτρέπεται να τελεσθεί το Μυστήριο του Γάμου δύο μελλονύμφων μικτού δόγματος κατά τη διάρκεια της θείας Λειτουργίας. Δεν είναι σωστό να τελείται το Μυστήριο της ενότητας (ο Γάμος) μέσα σε ένα άλλο Μυστήριο που ακόμη δυστυχώς μας υπενθυμίζει τον διαχωρισμό μεταξύ των χριστιανών (εφόσον το μη Καθολικό μέρος δεν μπορεί να λάβει τη θεία Κοινωνία).
«2. Αν ο γάμος τελεσθεί στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η ακολουθία δεν επαναλαμβάνεται στην Καθολική (Καν. 1127, § 3), αλλά καταγράφεται, αφού οι νεόνυμφοι προσκομίσουν πιστοποιητικό της τέλεσής του και πρόκειται για γάμο έγκυρο σύμφωνα με τη διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας.
«3. Για να τελεστεί ο Γάμος μόνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία θα πρέπει ο Εφημέριος, μαζί με την αίτηση για την άδεια μικτού Γάμου, να κάνει αίτηση και για την απαλλαγή από την τήρηση του Κανονικού τύπου του Γάμου.
«4. Αν ανακαλύψει Μικτό Γάμο που έχει τελεσθεί μόνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εν αγνοία της Καθολικής, ο εφημέριος πρέπει να ερευνήσει για να δει κατά πόσον ο γάμος αυτός είναι έγκυρος από καθολικής πλευράς. Σε περίπτωση που τα διάφορα έγγραφα που συνέλεξε φανερώνουν ότι ο γάμος είναι έγκυρος, θα τον καταγράψει στο βιβλίο της ενορίας και θα φροντίσει να τακτοποιήσει την πνευματική κατάσταση του Καθολικού μέρους.
«5. Όσοι Μικτοί Γάμοι έχουν ιερολογηθεί μόνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία πριν από τις 25 Μαρτίου 1967 θεωρούνται άκυροι και συνεπώς απαιτείται γι' αυτούς "ριζική αποκατάσταση" (sanatio in radice). Όσοι έχουν ιερολογηθεί μόνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία μετά την ημερομηνία αυτή, είναι μεν έγκυροι (αν δεν υπάρχει άλλο ανατρεπτικό κώλυμα, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας) όχι όμως θεμιτοί. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, ας φροντίζει ο Εφημέριος, για λόγους ποιμαντικούς, την τακτοποίηση των γάμων, ώστε να ηρεμούν οι συνειδήσεις και οι ίδιοι οι πιστοί να είναι σε πλήρη κοινωνία με την Εκκλησία.
«6. Οι ποιμένες των ψυχών πρέπει να φροντίζουν ώστε ο Καθολικός (η Καθολική) σύζυγος και τα παιδιά που γεννήθηκαν από μικτό γάμο, να μη στερούνται την πνευματική βοήθεια για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους, και να συμπαραστέκονται στους συζύγους για την προώθηση της συζυγικής και οικογενειακής ενότητας (Καν. 1128).
Για το γάμο Καθολικών με ετεροθρήσκους, οπαδούς δηλαδή άλλων μη χριστιανικών θρησκειών, απαιτείται - όπως λέχθηκε - προηγούμενη άρση του κανονικού κωλύματος μικτής θρησκείας (disparitas cultus), την οποία χορηγεί ο επιχώριος Ιεράρχης (ΚΚΔ, καν. 1086, 1 και 2. ΚΚΑΕ, καν. 803, 1 και 3), και χωρίς την οποία ο γάμος είναι άκυρος.
Στους γάμους με ετεροθρήσκους, και γενικά με μη βαπτισμένους, εφαρμόζονται αναλογικά τα παραπάνω. Η τέλεσή τους γίνεται εκτός της Θείας Λειτουργίας ή εκτός της Καθολικής Εκκλησίας από άλλο αρμόδιο δημόσιο λειτουργό. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται η απαλλαγή από τον κανονικό τύπο, την οποία μπορεί να χορηγήσει ο επιχώριος Ιεράρχης (ΚΚΔ, καν. 1127, 2). Δεδομένου δε ότι ο γάμος με ετερόθρησκο δεν έχει μυστηριακό χαρακτήρα, καλόν είναι να χορηγείται η απαλλαγή αυτή.
Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΓΑΜΟΣ ΤΩΝ ΔΙΑΖΕΥΜΕΝΩΝ ΚΑΘΟΛΙΚΩΝ
Ο πολιτικός γάμος είναι θεμιτός και νόμιμος καθότι προβλέπεται από την πολιτειακή νομοθεσία, και μάλιστα σε μερικές χώρες επιβάλλονται ποινικές κυρώσεις στον θρησκευτικό λειτουργό, αν η θρησκευτική τελετή προηγηθεί εκείνης ενώπιον της πολιτικής αρχής. Οι Καθολικοί χριστιανοί όμως που αρκούνται στον πολιτικό γάμο και αρνούνται να συνάψουν και τον θρησκευτικό γάμο, η απόφασή τους είναι σεβαστή, αλλά θέτουν εαυτούς οικεία βουλήσει εκτός της Καθολικής Εκκλησίας, δηλαδή αποκόπτονται συνειδητά και εν γνώσει τους από το σώμα της Εκκλησίας και από τη συμμετοχή στα Μυστήρια, ιδιαίτερα της Θείας Ευχαριστίας. Δεν πρόκειται για «αυταρχισμό», «συντηρητισμό» ή «αναχρονισμό» της Εκκλησίας, αλλά για λογική συνέπεια της χριστιανικής ιδιότητας του κάθε πιστού.
Στο «Εγκόλπιο του Εφημερίου», παρ. 136, 1-2, ορίζονται σχετικά τα εξής: « Όσοι Καθολικοί έχουν τελέσει μόνο πολιτικό γάμο, μπορούν, εφόσον το επιθυμούν, να τακτοποιηθούν και με την Εκκλησία τελώντας και τον θρησκευτικό. Έχει καθήκον ο Εφημέριος να φροντίζει ώστε αυτοί οι πιστοί να αντιληφθούν την κατάστασή τους και να ξαναβρούν την πλήρη κοινωνία τους με την Εκκλησία. Στις περιπτώσεις αυτές τηρούνται όλα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω σχετικά με την προετοιμασία και την τέλεση του Γάμου. Ευλογία νεονύμφων μετά την τέλεση πολιτικού γάμου δεν πρέπει να γίνεται, διότι δίνεται η εντύπωση ότι η Εκκλησία έμμεσα εγκρίνει αυτή τη συμβίωση».
Ιδιαίτερα λεπτή είναι η περίπτωση των διαζευγμένων Καθολικών πιστών και ξαναπαντρεμένων, δηλαδή εκείνων των Καθολικών πιστών, οι οποίοι, μετά από ένα πολιτικό διαζύγιο, προτίθενται να τελέσουν νέο γάμο στην Καθολική Εκκλησία, όπως και η περίπτωση Καθολικού πιστού, ο οποίος προτίθεται να συνάψει γάμο με χριστιανό διαζευγμένο άλλου δόγματος. Από τα παραπάνω λεχθέντα προκύπτει ότι η Καθολική Εκκλησία, πιστή στη διδασκαλία της, αδυνατεί να τελέσει αυτούς τους μικτούς γάμους. Επομένως, οι Καθολικοί χριστιανοί που τελούν τέτοιο γάμο, πολιτικό ή θρησκευτικό, εκτός της Καθολικής Εκκλησίας γνωρίζουν καλά τις κανονικές συνέπειες της επιλογής τους, δηλαδή ότι αποκόπτονται συνειδητά και εν γνώσει τους από το σώμα της Εκκλησίας και από τη συμμετοχή στα Μυστήρια, ιδιαίτερα της Θείας Ευχαριστίας.
Όπως αναφέραμε παραπάνω, η Καθολική Εκκλησία απορρίπτει τη λύση του Γάμου με το διαζύγιο, επανεξετάζει όμως την ποιμαντική φροντίδα προς τους Καθολικούς διαζευγμένους που έχουν συνάψει δεύτερο γάμο, όπως και την αναθεώρηση της δικαστικής διαδικασίας για την κήρυξη τυχόν ακυρότητας τελεσθέντος ήδη γάμου (Declarationullitatismatrimonii). Το λεπτό αυτό ποιμαντικό θέμα των διαζευγμένων Καθολικών που συνήψαν νέο γάμο, θα συζητηθεί και πάλι στην τακτική Σύνοδο των Επισκόπων στη Ρώμη τον προσεχή Οκτώβριο.
ΟΙ ΜΙΚΤΟΙ ΓΑΜΟΙ ΣΤΟ ΝΕΟ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΧΑΡΤΗ (2010) ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Α) Νομοθετική ρύθμιση
Ως προς τη σύσταση γάμου, o Νέος Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Κύπρου (2010), στο άρθ. 83 ορίζει: «1. Προς σύστασιν γάμου, απαιτείται αμοιβαία και ελευθέρα συναίνεσις των μελλόντων να συνάψουν γάμον και ιερολόγησις αυτού υπό κληρικού της Ορθοδόξου Εκκλησίας, κατά την κανονικήν τάξιν Αυτής».
Στο άρθ. 85 «Γάμοι μετά Ετεροδόξων» ορίζει :
«Ιερολόγησις εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία γάμου Ορθοδόξου Χριστιανού μετά Ετεροδόξου Χριστιανού επιτρέπεται, δι’αποφάσεως του Αρχιερέως, εφ’όσον το μη Ορθόδοξον μέλος ανήκει εις χριστιανικήν Εκκλησίαν, ή Ομολογίαν, δεχομένην το Σύμβολον Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, και έχει δεχθή προσωπικώς βάπτισμα εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, και εφ’όσον το μη Ορθόδοξον μέλος δηλοί ότι δεν θα παρακωλύη το Ορθόδοξον μέλος εις την άσκησιν των θρησκευτικών αυτού καθηκόντων, κατά την Ορθόδοξον διδασκαλίαν και παράδοσιν, και ότι δεν θα αντιταχθή εις την βάπτισιν των εκ του γάμου τέκνων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και την ανατροφήν αυτών κατά την διδασκαλίαν και τας παραδόσεις Αυτής».
Οι αντίστοιχες διατάξεις του προηγούμενου Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου (1979) ήταν οι εξής:
Το άρθ. 220 για τις «Προϋποθέσεις προς σύναψιν μνηστείας ή γάμου», παρ. 2: Θρησκεία, όριζε ότι:
«β) Επιτρέπεται κατ’ οικονομίαν και κατόπιν αποφάσεως του οικείου Επισκόπου ο γάμος Ορθοδόξου Χριστιανού μετά μέλους άλλης Χριστιανικής ομολογίας - αποδεχομένης τα βασικά του Χριστιανισμού δόγματα και μυστήρια, και δη και το Βάπτισμα εις το όνομα της Αγίας Τριάδος – προσκομίζοντος πιστοποιητικόν βαπτίσεως, υπό τους εξής όρους:
1) Ότι ο γάμος ούτος θα ανακοινώται πρότερον και θα καταγράφηται εις την αρμοδίαν κυβερνητικήν αρχήν, εφ’ όσον τούτο απαιτώσιν οι νόμοι της Πολιτείας και το Σύνταγμα.
2) Ότι θα ευλογήται υπό Ορθοδόξου κανονικού ιερέως και κατά το τυπικόν της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
3) Ότι θα δίδεται έγγραφος δήλωσις των ερχομένων εις γάμον, ότι δεν θα παρενοχλήται υπό του μη Ορθοδόξου ο Ορθόδοξος εν τη ενασκήσει των θρησκευτικών αυτού καθηκόντων, ότι τα εκ του γάμου γεννηθησόμενα τέκνα θα βαπτίζωνται κατά τας διατάξεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας και θα ανατρέφωνται κατά τα δόγματα αυτής και ότι εν περιπτώσει συζυγικής διαφοράς θα υπάγωνται ούτοι εις την δικαιοδοσίαν των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων αυτής.
γ) Κωλύεται απολύτως η μνηστεία ή ο γάμος Ορθοδόξου Χριστιανού μετ’αλλοθρήσκου ή μέλους άλλης Χριστιανικής ομολογίας, μη αποδεχομένης τα βασικά του Χριστιανισμού δόγματα και μυστήρια».
Το αρθ. 222, στ΄ όριζε ότι : «Μνηστεία ή γάμος Ορθοδόξου Χριστιανού, ιερολογηθέντες υπό μη κανονικού ή εν αργία όντος ή υπό κληρικού ετέρας μη Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι άκυροι…».
ζ) : «Γάμος τελεσθείς άνευ προηγουμένης εγγράφου αδείας του αρμοδίου Επισκόπου είναι άκυρος…».
θ) « Ορθόδοξος Χριστιανός, συνάψας γάμον μετα ετεροδόξου άνευ της τηρήσεως των κεκανονισμένων διατάξεων, των αναφερομένων εις τους μεικτούς γάμους, ή πολιτικώς μετ’αλλοθρήσκου, αποκόπτει εαυτόν της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου και απόλλυσι παν εξ αυτής Εκκλησιαστικόν δικαίωμα. Δικαιούται όμως μεταμεληθείς να αποταθή εις την ΙεράνΣύνοδον αιτούμενος το έλεος της Εκκλησίας και υποσχόμενος συμμόρφωσιν προς τας οιασδήποτε αυτής υποδείξεις και αποφάσεις».
Β) Ερμηνευτικές παρατηρήσεις
Ενώ ο Κ.Χ. 1979 όριζε ότι «επιτρέπεται κατ’ οικονομίαν και κατόπιν αποφάσεως του οικείου Επισκόπου ο γάμος Ορθοδόξου Χριστιανού μετά μέλους άλλης Χριστιανικής ομολογίας»,
ο Κ.Χ. 2010 ορίζει ότι «Ιερολόγησις εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία γάμου Ορθοδόξου Χριστιανού μετά Ετεροδόξου Χριστιανού επιτρέπεται, δι’αποφάσεως του Αρχιερέως, εφ’όσον το μη Ορθόδοξον μέλος ανήκει εις Χριστιανικήν Εκκλησίαν, ή Ομολογίαν». Ορίζει επίσης ότι η «ιερολόγησις αυτού γίνεται υπό κληρικού της Ορθοδόξου Εκκλησίας, κατά την κανονικήν τάξιν Αυτής».
Η χρήση εδώ της έκφρασης κατ’ οικονομίαν διαγράφηκε. Η «οικονομία» ασκείται σε συγκεκριμένη περίπτωση για λόγους ποιμαντικούς, αποσκοπώντας στη ψυχική ωφέλεια και τη σωτηρία του προσώπου, και αποτελεί πάντοτε παρέκκλιση, εξαίρεση από τα γενικώς και κανονικώς προβλεπόμενα. Οι Μικτοί Γάμοι αποτελούν πλέον μία γενικά ισχύουσα και διαδεδομένη πρακτική, την οποία αναγνωρίζει ο Καταστατικός Χάρτης και ρυθμίζει τις προϋποθέσεις της τέλεσης τους. Επιτρέπονται λοιπόν όχι κατ’οικονομίαν, η οποία είναι πάντοτε εξαίρεση και μεμονωμένη, αλλά κατ’ακριβειαν, αποτελούν δηλαδή παγιωμένη πράξη.
Αντίθετα, άσκηση οικονομίας θα συνιστούσε π.χ. η αναγνώριση, για συγκεκριμένους λόγους, του κύρους Μικτού Γάμου, ο οποίος θα είχε τελεσθεί κατά παράβαση ή απόκλιση από τα προβλεπόμενα στον Καταστατικό Χάρτη. Οι Μικτοί λοιπόν Γάμοι σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία και ελεύθερη διακίνηση λαών και πολιτών είναι πλέον αναπόφευκτη.
Το ιδεώδες βέβαια θα ήταν να συνάπτεται ο γάμος μεταξύ προσώπων του ίδιου δόγματος, που θα εγγυάτο ασφαλέστερα τη ψυχική ταύτιση και πνευματική αρμονία των συζύγων και τη σταθερότητα της οικογένειας, πλην όμως οι νόμοι της φύσεως και της δημιουργίας του ανθρώπου σε άνδρα και γυναίκα και της αμοιβαίας ψυχοσωματικής τους έλξης ακολουθούν διαφορετική λογική και πορεία ανεξάρτητα από τη θρησκεία, τη γλώσσα, την εθνικότητα τους.
Στο νέο λοιπόν Κ.Χ. ορίζεται ότι ο γάμος Ορθοδόξου Χριστιανού μετά μέλους άλλης Χριστιανικής Εκκλησίας ή Ομολογίας επιτρέπεται, δεν αποτελεί δηλαδή κανονικό κώλυμα, δεν θεωρείται ως κάτι το ανεκτό και κατ’ εξαίρεση επιτρεπτό, αλλά ως εκ των πραγμάτων γενικός κανόνας με τη γραπτή άδεια του οικείου Επισκόπου. Η γραπτή αυτή άδεια του οικείου Επισκόπου επιβάλλεται από την ποιμαντική φροντίδα και ευθύνη του Επισκόπου έναντι των πιστών της Εκκλησίας του.
Η φράση «μετά μέλους άλλης Χριστιανικής ομολογίας», συμπληρώθηκε με τη φράση «εφ’όσον το μη Ορθόδοξον μέλος ανήκει εις Χριστιανικήν Εκκλησίαν, ή Ομολογίαν». Ήταν αναγκαία η προσθήκη «εις Χριστιανικήν Εκκλησίαν» καθότι π.χ. η Καθολική Εκκλησία δεν θεωρείται απλώς ως Ομολογία, αλλά ως Εκκλησία. Ο επίσημος Θεολογικός Διάλογος της Ορθοδοξίας με τον Καθολικισμό – στον οποίο Διάλογο συμμετέχει και η Εκκλησία της Κύπρου – δεν διεξάγεται μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών στο σύνολο τους και της Καθολικής Ομολογίας, αλλά με την Καθολική Εκκλησία, της οποίας δηλαδή, παρά τις υφιστάμενες ακόμα δογματικές διαφορές, δεν αμφισβητήθηκε η εκκλησιολογική υπόσταση, δεδομένου ότι διατηρεί τη μυστηριακή, την αποστολική και ιεραρχική της δομή και συγκρότηση. Η Εκκλησία της Κύπρου όπως και η Καθολική Εκκλησία διαχωρίζουν τις χριστιανικές Εκκλησίες από τις χριστιανικές Ομολογίες.
Αδόκιμος είναι επίσης και ο συχνά χρησιμοποιούμενος όρος «ξένα δόγματα». Ως προς τον όρο «Ετερόδοξος» σε αντίθεση με τον όρο «Ορθόδοξος», η Καθολική Εκκλησία έχει την αυτοσυνειδησία ότι διατηρεί την ορθόδοξη πίστη που θεσπίσθηκε στις επτά πρώτες Οικουμενικές Συνόδους της αδιαίρετης Εκκλησίας.
Ως προς την έννοια λοιπόν του «Ετεροδόξου χριστιανού», η φράση στον Κ.Χ. του 1979 «μέλος άλλης Χριστιανικής ομολογίας - αποδεχομένης τα βασικά του Χριστιανισμού δόγματα και μυστήρια, και δη και το Βάπτισμα εις το όνομα της Αγίας Τριάδος», τροποποιήθηκε στον νέο Κ.Χ. ως εξής : «εφ’όσον το μη Ορθόδοξον μέλος ανήκει εις Χριστιανικήν Εκκλησίαν, ή Ομολογίαν, δεχομένην το Σύμβολον Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, και έχει δεχθή προσωπικώς βάπτισμα εις το όνομα της Αγίας Τριάδος».
Σε ένα νομοκανονικό κείμενο η φράση «μέλος άλλης Χριστιανικής ομολογίας αποδεχομένης τα βασικά του Χριστιανισμού δόγματα και μυστήρια» είναι γενική και αόριστη. Για λόγους αρχής και άρσης αμφιβολιών ήταν αναγκαία η τροποποίηση. Είναι γνωστό ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία και οι άλλες χριστιανικές Εκκλησίες και Ομολογίες έχουν δογματικές διαφορές, τις οποίες επιδιώκουν να λύσουν στους θεολογικούς διαλόγους και στις διαχριστιανικές επαφές, αλλά στην περίπτωση του Μικτού Γάμου, βασική προϋπόθεση είναι το μη Ορθόδοξο μέρος να ανήκει σε χριστιανική Εκκλησία, ή Ομολογία, που δέχεται το Σύμβολον της πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, και να έχει δεχθή προσωπικώς βάπτισμα εις το όνομα της Αγίας Τριάδος.
Η Καθολική Εκκλησία ομολογεί το Σύμβολον της πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως και αποδέχεται τον ιερό μυστηριακό χαρακτήρα του θεσμού του γάμου. Να σημειώσουμε εδώ ότι στην Ελλάδα η Καθολική Εκκλησία, τόσον η Λατινική όσον και η Ελληνόρρυθμη και Αρμενόρρυθμη, χωρίς να αμφισβητούν την διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, απαγγέλουν από δεκαετίες το «Πιστεύω» χωρίς την προσθήκη του Filioque, σεβόμενοι ακριβώς το κείμενο του Συμβόλου της πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως.
Ως προς το Βάπτισμα, δεν αρκεί η χριστιανική Εκκλησία ή Ομολογία, στην οποία ανήκει το μη Ορθόδοξο μέρος, να δέχεται θεορητικά το Βάπτισμα στο όνομα της Αγίας Τριάδας, αλλά το ίδιο το πρόσωπο να είναι βαπτισμένο στο όνομα της Αγίας Τριάδας. Η τροποποίηση είναι ουσιαστική, διότι τα Μυστήρια του Χριστού και της Εκκλησίας είναι μέσα σωτηρίας του κάθε ανθρώπου προσωπικά. Είναι ευνόητο ότι αυτό πρέπει να προκύπτει από επικυρωμένο πιστοποιητικό βάπτισης και να εξετάζεται η εγκυρότητα του βαπτίσματος. Είναι γνωστό ότι τόσον στην αρχαία Εκκλησία, όσον και σήμερα η Καθολική και η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αναγνωρίζουν την εγκυρότητα του βαπτίσματος τελεσθέντος σε ορισμένες Προτεσταντικές Ομολογίες, οι οποίες δεν χρησιμοποιούν τον Τριαδικό τύπο, κατά τη ρητή εντολή του Κυρίου (Μτ 28, 18).
Όπως είπαμε, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αναγνωρίζει έγκυρο τον γάμο Ορθοδόξου Χριστιανού μετ’αλλοθρήσκου. Η Καθολική Εκκλησία, λαμβάνοντας υπόψη το φυσικό δικαίωμα κάθε ανθρώπου να συνάψει γάμο, τον επιτρέπει κατ’ οικονομίαν, χωρίς να του αποδίδει μυστηριακό χαρακτήρα.
Ως προς τον κανονικό τύπο της τέλεσης του Μικτού Γάμου, ο νέος Κ.Χ. ορίζει ότι «ιερολόγησις εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία γάμου Ορθοδόξου Χριστιανού μετά Ετεροδόξου Χριστιανού επιτρέπεται, δι’αποφάσεως του Αρχιερέως», δηλαδή ο Μικτός Γάμος που ιερολογείται στην Ορθόδοξη Εκκλησία με απόφαση του Ορθοδόξου Επισκόπου είναι επιτρεπτός, νόμιμος και θεμιτός.
Διαφορετική θα ήταν βέβαια η έννοια της διάταξης, αν όριζε ρητά ότι «ιερολόγησις γάμου Ορθοδόξου Χριστιανού μετά Ετεροδόξου Χριστιανού επιτρέπεται και είναι έγκυρη μόνον εφόσον γίνεται εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, δι’αποφάσεως του Αρχιερέως». Τέτοια ρητή διατύπωση δεν υπάρχει στον Νέο Κ.Χ. Όμως, όπως αναφέραμε, ως προς τη σύσταση γάμου, o Νέος Κ.Χ. στο άρθ. 83 ορίζει: «1. Προς σύστασιν γάμου, απαιτείται αμοιβαία και ελευθέρα συναίνεσις των μελλόντων να συνάψουν γάμον και ιερολόγησις αυτού υπό κληρικού της Ορθοδόξου Εκκλησίας, κατά την κανονικήν τάξιν Αυτής».
Από τη χρήση του όρου επιτρέπεται σε συνδυασμό με τη φράση εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει – με την αναγκαία βέβαια επιφύλαξη - ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου αναγνωρίζει έγκυρο τον γάμο Ορθοδόξων πιστών με μη Ορθοδόξους χριστιανούς που ιερολογείται από κανονικό λειτουργό άλλης – κατά τα παραπάνω – χριστιανικής Εκκλησίας ή Ομολογίας, δηλαδή θα μπορούσε ίσως κανείς να συμπεράνει – χωρίς απόλυτη βέβαια βεβαιότητα - ότι η ιερολογία Μικτού Γάμου κατά το ορθόδοξο τυπικό επιτρέπεται και είναι αναγκαία, αλλά δεν επιβάλλεται για την εγκυρότητα του γάμου.
Πάντως στον Νέο Κ.Χ. έχει απαληφθεί το αρθ. 222, στ΄ του Κ.Χ. 1979 που όριζε ότι: «μνηστεία ή γάμος Ορθοδόξου Χριστιανού, ιερολογηθέντες υπό μη κανονικού ή εν αργία όντος ή υπό κληρικού ετέρας μη Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι άκυροι».
Στο προσχέδιο του Κ.Χ. προβλέπονταν η εξής διατύπωση: «Γάμος χριστιανού ορθοδόξου μετά χριστιανού ανήκοντος εις άλλην Εκκλησίαν ή Ομολογίαν, ήτις αποδέχεται τον ιερόν χαρακτήρα του θεσμού, τελεσθείς εν τη Εκκλησία ή Ομολογία εκείνη, δεν επαναλαμβάνεται εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία της Κύπρου». Όμως, η πρόταση αυτή δεν έγινε τελικά αποδεκτή.
Παραμένει πάντως ο προβληματισμός: Υποστηρίχτηκε από μέλος της συντακτικής Επιτροπής του Κ.Χ., ότι ο γάμος ορθοδόξου πιστού ιερολογηθείς υπό κανονικού κληρικού μη Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι αμφίβολο εάν δύναται να κηρυχθεί άκυρος, αφού ασφαλώς θα είναι έγκυρος κατά το δίκαιο της άλλης Εκκλησίας, και θα δημιουργείται έτσι χωλότητα στον γάμο.
Βέβαια, το δικαίωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας να εισάγει τις απαιτήσεις της και να θεσπίζει τις αναγκαίες προϋποθέσεις για το έγκυρο του Μικτού Γάμου, αντλείται ακριβώς από το γεγονός ότι τα μέρη επέλεξαν ελεύθερα την Ορθόδοξη Εκκλησία ως ιερουργό του γάμου τους και επομένως τις παραδόσεις της ως διέπουσες τη νέα συζυγία και οικογένεια.
Όπως ήδη λέχθηκε, για την Καθολική Εκκλησία ο γάμος Καθολικού πιστού με Ορθόδοξο πιστό είναι έγκυρος, όταν ιερολογείται από Ορθόδοξο ιερέα, αλλά για να είναι και νόμιμος απαιτείται η άδεια του επιχωρίου Καθολικού Επισκόπου.
Ο Κ.Χ. 1979, όριζε ως προϋπόθεση «ότι θα δίδεται έγγραφος δήλωσις των ερχομένων εις γάμον, ότι δεν θα παρενοχλήται υπό του μη Ορθοδόξου ο Ορθόδοξος εν τη ενασκήσει των θρησκευτικών αυτού καθηκόντων».
Στον Νέο Κ.Χ. 2010 ορίζεται ότι «…και εφ’όσον το μη Ορθόδοξον μέρος δηλοί ότι δεν θα παρακωλύη το Ορθόδοξον μέρος εις την άσκησιν των θρησκευτικών αυτού καθηκόντων, κατά την Ορθόδοξον διδασκαλίαν και παράδοσιν». Πράγματι ο όρος «παρενοχλεί» είναι μειωτικός και θα σήμαινε δόλια ή κακόβουλη ή και ενδεχομένως αξιόποινη πράξη, και θα εμφάνιζε την Ορθόδοξη Εκκλησία ως προκατειλημμένη εκ προοιμίου κατά του μη Ορθοδόξου μέρους, και μάλιστα όταν η δήλωση απαιτείται να είναι γραπτή και κοινή των ερχομένων σε γάμο, και η «παρενόχληση» να προέρχεται μόνον από το μη Ορθόδοξο μέρος.
Ο όρος «παρακωλύει» είναι γενικότερος, πιο ουδέτερος και πολύ ευρύτερης εφαρμογής και επομένως ηθικά δεσμευτικότερος για το μη Ορθόδοξο μέρος. Η νέα διατύπωση είναι απόλυτα συνεπής με την Ορθόδοξη εκκλησιολογία, κατά την οποία ο Ορθόδοξος πιστός υποχρεούται να παραμείνει πιστός στην Εκκλησία του και στη διδασκαλία της, απομακρύνοντας κάθε κίνδυνο απώλειας της ορθόδοξης ταυτότητας και συνείδησης του.
Στον Κ.Χ. 1979, ορίζετο επίσης ως προϋπόθεση «ότι θα δίδεται έγγραφος δήλωσις των ερχομένων εις γάμον ότι τα εκ του γάμου γεννηθησόμενα τέκνα θα βαπτίζωνται κατά τας διατάξεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας και θα ανατρέφωνται κατά τα δόγματα αυτής».
Στον Κ.Χ. 2010 ορίζεται «εφ’όσον το μη Ορθόδοξον μέρος δηλοί ότι δεν θα αντιταχθή εις την βάπτισιν των εκ του γάμου τέκνων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και την ανατροφήν αυτών κατά την διδασκαλίαν και τας παραδόσεις Αυτής». Δεν αναφέρεται εδώ η απαίτηση παροχής έγγραφης δήλωσης ή όρκου περί του θρησκεύματος των τέκνων, αλλά απλή υπόσχεση ότι το μη Ορθόδοξο μέρος δεν θα παρακωλύσει την επιλογή της Ορθοδόξου πίστεως εκ μέρους του τέκνου, δεν θα αντιταχθεί στη βάπτιση των τέκνων και στην ανατροφή τους κατά τη διδασκαλία και τις παραδόσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η διάταξη αυτή είναι εύλογη, νομικά και ηθικά άψογη, και εμφανίζει την Εκκλησία ως επαρκώς προστατεύουσα και διαφυλάττουσα, στα όρια του ανθρωπίνως δυνατού και επιτρεπτού, την πίστη και την ταυτότητα των οπαδών της.
Γ) Συνδυασμός με την Νομοθετική ρύθμιση της Καθολικής Εκκλησίας
Οι νέες αυτές διατάξεις της Εκκλησίας της Κύπρου συμβαδίζουν εν μέρει και με την ισχύουσα νομοθεσία της Καθολικής Εκκλησίας. Στην προετοιμασία στο γάμο των Καθολικών μελλονύμφων με χριστιανούς άλλου δόγματος εντάσσεται και η υπεύθυνη ενημέρωση τους ως προς την έννοια του Μυστηρίου του Γάμου και τις διαβεβαιώσεις και εγγυήσεις (cautiones), που ορίζει το Κανονικό Δίκαιο, προκειμένου να χορηγήσει ο Επίσκοπος την άδεια προς τέλεση του Μικτού Γάμου. Η άδεια αυτή χορηγείται εφόσον εκπληρωθούν ορισμένες προϋποθέσεις στις οποίες αναφερθήκαμε, και στα πλαίσια του σεβασμού της θρησκευτικής συνείδησης του άλλου συζύγου.
Συμπεράσματα
Από την περιληπτική αυτή έκθεση της τέλεσης των Μικτών Γάμων στην Καθολική Εκκλησία και στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου, εξάγονται μερικά συμπεράσματα προσέγγισης τόσον ως προς τη νομοκανονική ρύθμιση της τέλεσης τους, όσον και ως προς τις εκκλησιολογικές διαστάσεις της:
1. Οι Μικτοί Γάμοι Καθολικών και Ορθοδόξων, ιδιαίτερα στην Ελλάδα και στην Κύπρο, όπου οι Καθολικοί αποτελούν μειονότητα, ήταν και είναι αναπόφευκτοι, καθότι η σύναψη συζυγίας είναι έμφυτο φυσικό δικαίωμα που πηγάζει από την ίδια τη θεϊκή δημιουργία του ανθρώπου σε άνδρα και γυναίκα ανεξάρτητα φυλής, εθνικότητας, θρησκείας, γι’ αυτό και δεν απαγορεύονται από την Καθολική και την Ορθόδοξη Εκκλησία.
2. Όμως, το Συμβόλαιο του Γάμου μεταξύ βαπτισμένων είναι συγχρόνως ιερό Μυστήριο που σύστησε ο Χριστός, με το οποίο χορηγεί δια της ιερολογίας από την Εκκλησία μια ειδική θεία χάρη αγιασμού των συζύγων και των τέκνων τους.
3. Η Εκκλησία, έχοντας την ποιμαντική φροντίδα να στηρίξει και να συνοδεύει τους πιστούς της στον χριστιανικό έγγαμο και οικογενειακό τους βίο σύμφωνα και με τις επιταγές της διδασκαλίας και της ιερής παράδοσής της, ρυθμίζει το θέμα των Μικτών Γάμων, υπενθυμίζοντας στον Καθολικό πιστό τις υποχρεώσεις του, σεβόμενη όμως και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του άλλου συζύγου, με την ελπίδα και προσδοκία όπως οι Μικτοί Γάμοι αποβούν «καιρός ευπρόσδεκτος», κατάλληλος και καρποφόρος χώρος διαχριστιανικού διαλόγου και θετικής συμβολής στην χριστιανική ενότητα.
4. Ο Νέος Καταστατικός Χάρτης της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου (2010), σε αντικατάσταση εκείνου του 1979, περιέχει κάποιες ουσιαστικές καινοτομίες ως προς τη ρύθμιση των «Μικτών Γάμων» σε σχέση με τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Ανταποκρίνεται αφενός στις εκκλησιολογικές και ποιμαντικές αρχές της Ορθοδοξίας για τους πιστούς της, και αφετέρου εμπνέεται από σεβασμό προς την χριστιανική ταυτότητα και τη συνείδηση του άλλου μη Ορθοδόξου μέρους, κυρίως όμως αναγνωρίζει ρητά ως χριστιανικές Εκκλησίες ή Ομολογίες εκείνες που ομολογούν το Σύμβολο της πίστεως Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως και εφόσον χορηγούν έγκυρο βάπτισμα στο όνομα της Αγίας Τριάδας.
5. Ευχής έργον θα ήταν να επιτευχθεί μια αδελφική αμοιβαία συνεργασία των ποιμένων της Καθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας για μια κοινή ποιμαντική φροντίδα και αντιμετώπιση των Μικτών Γάμων προς στήριξη της ενότητας των συζύγων και της χριστιανικής οικογένειας. Όλοι διαπιστώνουμε ότι στη σημερινή εποχή μας κλονίζεται ο θεσμός του Γάμου, ανατρέπονται οι θείοι κανόνες που τον διέπουν από κτίσεως κόσμου και δημιουργίας του ανθρώπου, το ίδιο το ιερό Μυστήριο του Γάμου μεταξύ των χριστιανών επηρεάζεται από την συστηματική προβολή και διαφήμιση αποτυχημένων γάμων, από την κρίση στις συζυγικές σχέσεις και από τη ραγδαία αύξηση των διαζυγίων.
Από την άλλη μεριά, τα πολιτικά κόμματα και τα κοινοβούλια των Κρατών νομιμοποιούν και εγκαθιστούν τύπους συζυγικής συμβίωσης τελείως ξένους προς τους φυσικούς Νόμους που θέσπισε ο Δημιουργός και επικύρωσε δια της Διδασκαλίας του ο Ιησούς Χριστός, ιδρυτής της Εκκλησίας και του Μυστηρίου του Γάμου. Όλα αυτά είναι αρνητικά «σημεία των καιρών» και καλούν τις χριστιανικές Εκκλησίες να αντιληφθούν την ανάγκη της ενότητας για μια κοινή πορεία ποιμαντικής συνεργασίας και μαρτυρίας προς όφελος μιας υγιούς κοινωνίας και της σταθερότητας της χριστιανικής οικογένειας.
[1] + Δημήτριος Σαλάχας, Τιτ. Επίσκοπος Γρατιανουπόλεως, Αποστολικός Έξαρχος των Ελληνορρύθμων Καθολικών Ελλάδος, Δρ της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Σύμβουλος διαφόρων Οργανισμών της Αγίας Έδρας, πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου της Καθολικής Ιεραρχίας της Ελλάδος, επίτιμος καθηγητής του Κανονικού Δικαίου, Δρ τιμής ένεκεν του πανεπιστημιακού Ποντιφικού Ινστιτούτου Ανατολικών Σπουδών της Ρώμης.
[2] Βλ. επίσημο Δελτίο της Εκκλησίας της Κύπρου «Απόστολος Βαρνάβας», (Τομ. ΟΑ΄, Νοέμβριος 2010, τεύχος 11).
[3]Πάπας Πίος ΧΙ, Εγκύκλιος Casti Connubii για τον Χριστιανικό Γάμο,31.12.1930, παρ. 22.
[4] Πάπας Ιωάννης Παύλος ΙΙ, Εγκύκλιος Familiaris consortio, 22.11.1981, παρ. 20, για την χριστιανική οικογένεια
[5]Βλ. Ομιλία 4 Οκτωβρίου1991, OsservatoreRomano5.10.1991, σελ. 4.
[6] Εγκόλπιο του Εφημερίου, 2013, παρ. 140,6.
[7] Βλ. Κώδικα της Λατινικής Εκκλησίας [ΚΚΔ], καν. 1124, και Κώδικα των Καθολικών Ανατολικών Εκκλησιών [ΚΚΑΕ], καν. 813.
[8]Βλ. Οικουμενικό Οδηγό 1993, αριθ. 151.