Get Adobe Flash player

 

facebooktree-button

forum-buttonnews-buttonpharmacy-button-newweather-button-newairplaneold

 

Εισοδος μελων

Η ιστοσελίδα asomatos.eu μαζεύει προσωπικά δεδομένα όπως παρουσιάζονται στο σύνδεσμο Register τα οποία επιτρέπουν στα μέλη της να αποκτήσουν πρόσβαση στο περιεχόμενο μελών μόνο. Μπορείτε να ζητήσετε διαγραφή των προσωπικών σας δεδομένων αποστέλλοντας email στο info@asomatos.eu.            | 

Έχουμε 316 επισκέπτες συνδεδεμένους και κανένα μέλος

*Πως οι Κεντρικές Τράπεζες τυπώνουν φρέσκο χρήμα*

Αξιολόγηση Χρήστη:  / 0

*Πως οι Κεντρικές Τράπεζες τυπώνουν φρέσκο χρήμα*

Θεωρητικά, η Κεντρική Τράπεζα μιας χώρας που διαθέτει το δικό της νόμισμα
μπορεί να τυπώσει όσα χρήματα επιθυμεί.  Γιατί λοιπόν μια Κεντρική Τράπεζα
δεν τυπώνει φρέσκο χρήμα για να καλύπτει τα ελλείμματα της κυβέρνησης και
να πληρώσει και τα χρέη της;  Η απάντηση είναι απλή.  Η υπερβολική αύξηση
της προσφοράς χρήματος σε μια οικονομία δημιουργεί πληθωρισμό και προκαλεί
υποτίμηση του εθνικού νομίσματος.  Η Γερμανία τη δεκαετία του 1920 και η
Ζιμπάπουε τη δεκαετία του 2000, τύπωναν χρήμα ανεξέλεγκτα και βίωσαν
υπερπληθωρισμό.  Οι τιμές αυξάνονταν κάθε μέρα και αυτό δημιούργησε χάος
στην οικονομία.  Η προσφορά χρήματος είναι απαραίτητη διότι διευκολύνει την
οικονομική δραστηριότητα και έτσι διεκπεραιώνονται οικονομικές συναλλαγές,
π.χ. όταν αγοράζεις μια κατοικία, διαμονή σε ένα ξενοδοχείο κλπ.  Καθώς η
οικονομία μεγεθύνεται, θα πρέπει να αυξάνεται ανάλογα και η προσφορά
χρήματος, θα πρέπει δηλαδή η αύξηση της προσφοράς χρήματος να έχει ως
αντίκρυσμα την αύξηση παραγωγή της οικονομίας, δηλαδή το Ακαθάριστο Εγχώριο
Προϊόν (ΑΕΠ).  Βασικός κανόνας είναι ότι διαχρονικά, η αύξηση της προσφοράς
χρήματος ισούται με την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ συν τον πληθωρισμό.
Δηλαδή, αν το ονομαστικό ΑΕΠ αυξάνεται κατά μέσο όρο 4% ετησίως και η
προσφορά χρήματος κατά 10%, τότε θα προκαλείται πληθωρισμός 6% στην
οικονομία και υποτίμηση του εθνικού νομίσματος επίσης κατά 6%.  Διαχρονικά,
το φαινόμενο της υπερβολικής προσφοράς χρήματος καταστρέφει την οικονομία.
Η αύξηση της προσφοράς χρήματος σε μια οικονομίας δεν πρέπει να υπερβαίνει
την αύξηση του ΑΕΠ περισσότερο από 2%, που είναι ο στόχος για τον
πληθωρισμό.  Διότι ο χαμηλός πληθωρισμός είναι αναγκαίος σε μια οικονομία
για να ενθαρρύνει την κατανάλωση και τις επενδύσεις, συστατικά που είναι
απαραίτητα για μια βιώσιμη ανάπτυξη.  Σε κάθε οικονομία που έχει το δικό
της νόμισμα, η Κεντρική Τράπεζα είναι υπεύθυνη για την προσφορά χρήματος
που κυκλοφορεί στην οικονομία και για το ύψος του πληθωρισμού, που δεν
πρέπει να υπερβαίνει το 2%.  Για να αυξομειώνει την προσφορά χρήματος σε
μια οικονομία, η Κεντρική Τράπεζα έχει στη διάθεση της τρία συγκεκριμένα
εργαλεία.  Το πρώτο είναι το βασικό επιτόκιο με το οποίο η Κεντρική Τράπεζα
δανείζει τις εμπορικές τράπεζες.  Όταν το βασικό επιτόκιο μειώνεται, οι
εμπορικές τράπεζες μπορούν να δανειστούν περισσότερο φρέσκο χρήμα και να
προσφέρουν περισσότερα δάνεια με χαμηλό επιτόκιο.  Αν τα νοικοκυριά και οι
επιχειρήσεις δανειστούν χρήματα, τότε αυξάνεται και η προσφορά χρήματος.
Σήμερα, το επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι 0.2% αλλά ο
δανεισμός δεν αυξάνεται.  Σε αυτή την περίπτωση, το εργαλείο του βασικού
επιτοκίου δεν είναι αποτελεσματικό, δηλαδή δεν αυξάνει την προσφορά
χρήματος στην οικονομία.  Το δεύτερο εργαλείο είναι το απαιτούμενο ποσοστό
των καταθέσεων που μια τράπεζα είναι υποχρεωμένη να διατηρεί σε μετρητά
στην Κεντρική Τράπεζα για να στηρίζει τις καταθέσεις.  Το ποσοστό αυτό
είναι 20% και σπάνια αλλάζει διότι είναι επικίνδυνο, αφού επηρεάζει την
εμπιστοσύνη των καταθετών.  Το τρίτο εργαλείο που η Κεντρική Τράπεζα έχει
στη διάθεση της για να επηρεάζει την ποσότητα χρήματος είναι η αγορά/πωληση
κρατικών και άλλων ομολόγων από την δευτερογενή αγορά.  Ως γνωστόν, οι
εμπορικές τράπεζες είναι υποχρεωμένες να διατηρούν ίδια κεφάλαια (κεφάλαια
των μετόχων), σε μετρητά ή ρευστά διαθέσιμα, σε ποσοστό 8% επί των
χορηγήσεων τους.  Τα κεφάλαια αυτά επενδύονται συνήθως σε κρατικά ομόλογα
υψηλής ποιότητας και κερδίζουν 1.5% - 2%, αντί να παραμένουν μετρητά και να
κερδίζουν μηδέν.  Τα ομόλογα αυτά λήγουν σε διάφορες ημερομηνίες και
διαπραγματεύονται στην δευτερογενή αγορά.  Η Κεντρική Τράπεζα αγοράζει ένα
τέτοιο ομόλογο από την δευτερογενή αγορά, διοχετεύοντας έτσι φρέσκο χρήμα
στο τραπεζικό σύστημα, με την ελπίδα ότι τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις
θα δανειστούν τα χρήματα και θα τα ξοδέψουν στην οικονομία.

Μάριος Μαυρίδης, οικονομολόγος, βουλευτής Κερύνειας