Ιστορίες του χωριού μου - Μέρος 1

Αξιολόγηση Χρήστη:  / 0
ΧειρότεροΚαλύτερο 

Πρόλογος

Σκοπός της συγγραφέας είναι να μεταδώσει στη νέα γενεά που δεν έζησε τα γεγονότα στο χωριό, τις εμπειρίες και τα συναισθήματα των γονέων και προγόνων της, κι όλων αυτών που έζησαν και πέθαναν εκεί πριν το 1974, διότι παρόν και μέλλον δεν μπορεί να υπάρχει δίχως τη γνώση του παρελθόντος.  Επίσης, μέσω της εξιστόρησης αυτής, που βασίζεται πάνω σε πραγματικά γεγονότα παρμένα από την καθημερινή ζωή της ιδίας της συγγραφέας σε σύνδεση με τη ζωή γειτόνων και άλλων κατοίκων του Ασωμάτου, μπορεί να πάρει παραδείγματα από την υπομονή, αντοχή και καρτερία των ανθρώπων αυτών στην τόσο δύσκολη ζωή με τις πολλές στερήσεις και φτώχεια. Άνθρωποι απλοί αλλά δυνατοί σαν βράχοι, αθώοι όπως τα παιδιά, που τα κατάφεραν να κρατήσουν την πίστη και τις ηθικές αξίες τους με περηφάνεια για τόσους αιώνες.

Αφιέρωμα

Η εξιστόρηση αυτή αφιερώνεται στον αείμνηστο αδελφό μου Μισιέλ Ι. Παρτέλλα, ο οποίος πέθανε στην ηλικία των 39 ετών στο εξωτερικό, με την ανεκπλήρωτη επιθυμία να επισκεφτεί το χωριό του πριν τον θάνατό του.

Κεφάλαιο 1ο

Μικρή 3 ετών, χωρίς να καταλαμβαίνω και πολλά πράγματα, καθόμουν στα σκαλιά της πετρόκτιστης σκάλας του σπιτιού μου παρακολουθώντας τους περαστικούς. Οι δρόμοι είναι από τσακιλόπετρες όπου ακούγονται οι πρόκες των χειροποίητων παπουτσιών τους (ποδίνων) κατά το πέρασμά τους.  Πολύ σπάνια βλέπει κανείς νέους ή παιδιά να φορούν παπούτσια κανονικά, γιατί οι ποδίνες αντέχουν περισσότερο. Δύο τρεις ηλικιωμένες φοβισμένες γυναίκες ακούονται να φωνάζουν, κουφή… (φίδι) και να τρέχουν στο απέναντι δίπατο πλινθόκτιστο σπίτι.  Ψηλά στον ανώγειο εξωτερικό τοίχο, σε μια από τις τρύπες που συνήθως  χρησιμοποιούνται ως φωλιές των περιστεριών βλέπω να κρέμμεται η ουρά ενός φιδιού και να κινείται.  Φτωχοί άνθρωποι τότε δεν είχαν την οικονομική άνεση για να αγοράζουν κρέας για να θρέψουν την πολυμελή οικογένειά τους.  Για το λόγο αυτό, αναγκάζονταν να τρέφουν ζώα και πτηνά στα σπίτια τους. Σε λίγα λεπτά μια από τις γηραιότερες γυναίκες παίρνει ένα μακρύ ξύλο και βάζει στην άκρη ένα ρούχο.  Το ανάβει και βάζει τη φωτιά στην τρύπα που φαινόταν το φίδι.   Μετά από αρκετή ώρα τα καταφέρνει να το απομακρύνει.

Σε λίγο βλέπω το λεωφορείο του χωριού να επιστρέφει και μερικά παιδιά να τρέχουν πίσω του για να προϋπαντήσουν τους γονείς τους που επέστρεφαν από τη Λευκωσία. Η μυρωδιά της καμένης βενζίνης σκορπίζεται στο πέρασμά του.

Ένα κοπάδι με πρόβατα επιστρέφει από τα χωράφια.  Από μακρυά ακούονται τα κουδουνίσματά τους, για να μπορεί ο βοσκός να τα ακούει και να παρακολουθεί τις κινήσεις τους. Δύο σκύλοι παίζουν το ρόλο του αστυνομικού στα πρόβατα για να μην απομακρύνονται. Το κοπάδι περνά και αφήνει στο δρόμο τα σημάδια του.

Κοντεύει να σουρουπώσει και ο εσπερινός έχει τελειώσει.  Βλέπω μαύρες φιγούρες λεπτών γυναικών και μερικών αντρών να επιστρέφουν κατάκοποι από την εκκλησία.  Κρατούν στα χέρια φανάρια με πετρέλαιο και περπατούν σκυφτοί, για να αποφύγουν να σκοντάψουν και να παραπατήσουν στις σε πέτρες.  Μιλούν σιγά, χαιρετούν ο ένας τον άλλο και βιάζονται να φτάσουν στα σπίτια τους για να δειπνήσουν και να ετοιμαστούν για ύπνο.  Τα κουρασμένα από τη σκληρό μεροκάματο κορμιά τους, δεν αντέχουν περισσότερη ταλαιπωρία.  Οι πιο πολλοί εργάστηκαν σήμερα στους αγρούς είτε ως γεωργοί, είτε ως βοσκοί με τα κοπάδια τους.  Μερικοί επέστρεψαν αργά από τη Λευκωσία και δεν πρόλαβαν τον εσπερινό.  Ανταλλάζουν μια καληνύχτα και ακολουθεί σιωπή.  Τα καφενεία έκλεισαν γρήγορα και το μόνο που ακούγεται είναι τα γαβγίζματα των σκύλων, τα γκαρίσματα των γαϊδουριών, τα βελάσματα των αρνιών και των αγελάδων, τα φτερουγίσματα των πουλιών και οι ήχοι των γρίλλων.

Λόγω μη ηλεκτροδότησης του χωριού, τις νύχτες χωρίς φεγγάρι οι δρόμοι είναι κατασκότεινοι.  Κάπου κάπου μπορεί να δεις κανένα χωρικό να επισκεφτεί σε διπλανά σπίτια τους γονείς και αδέλφια του, σε περίπτωση που χρειάζεται να τους φροντίσουν ή να τους πάρουν φαγητό.  Το φαγητό που θα περισσέψει, τις καλοκαιρινές νύχτες πρέπει να μείνει έξω, στο φρέσκο αέρα για να αντέξει μέχρι την επόμενη μέρα.  Λόγω έλλειψης ηλεκτρισμού στα σπίτια, δεν υπάρχουν τηλεοράσεις ή άλλες ηλεκτρικές συσκευές.  Οι έννοιες των γονιών είναι για ένα πιάτο φαγητό ψημένο στα ξύλα ή σε μηχανές με πετρέλαιο για τα παιδιά τους, λίγο νερό για το λούσιμο τους και την καθαριότητά τους και ρούχα για να ντυθούν.

Το λιγοστό νερό που έχουν πρέπει να το μεταφέρουν από τη βρύση που βρίσκεται μπαίνοντας του χωριού. Η μεταφορά γίνεται πιο εύκολα για όσους έχουν γαϊδούρια.  Για τους υπόλοιπους είναι πολύ δύσκολο να περπατήσουν τόσο δρόμο για ποσότητα μιας κούζας νερό (πύλινου δοχείου).  Στη βρύση συναντιώνται για να ανταλλάξουν καμιά κουβέντα για τα νέα τους.  Το περίσσιο νερό που φεύγει τρέχει στη μικρή δεξαμενή, όπου πίνουν τα κοπάδια και άλλα ζώα.  Πολλές φορές, το καλοκαίρι, στη γύρω περιοχή βλέπεις πεταλούδες, μέλισσες και κυρίως σφήκες που τρέχουν για να ξεδιψάσουν.  Μερικά παιδιά παλεύουν να παγιδέψουν και να σκοτώσουν σφήκες με τις παλλούρες (ξερά αγκάθια).  Λόγω ζημιών που προκαλούν οι τελευταίες, αγοράζονται από το σχολείο και την κοινοτική αρχή, με ένα γρόσι για κάθε 7 κεφάλια.  Πόσο μου αρέσει το παιγνίδι και η απασχόληση στη δεξαμενή της βρύσης και κυρίως να παρακολουθώ τους καβγάδες των μεγάλων που γίνονταν εκεί, για το ποιός είχε προτεραιότητα.  Για το λόγο αυτό, το χωριό διόρισε τον αγροφύλακα ο οποίος κάθεται στη μέση των δύο μοναδικών βρύσων και συντονίζει τη σειρά για παροχή νερού.

Συνεχίζεται ...........